ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ
Πέντε ιστορίες της μουσικής και της νύχτας
Μετάφραση: Τόνια Κοβαλένκο
Καστανιώτης 2009
Πέντε ιστορίες έρωτα και ματαιωμένων σχέσεων, ένας κύκλος διηγημάτων με κοινά συνδετικά στοιχεία την μουσική και ήρωες μουσικούς, γραμμένες από τον σημαντικότερο στυλίστα της αγγλικής λογοτεχνίας, τον Καζούο Ισιγκούρο.
Στην πρώτη ιστορία «Ο τροβαδούρος της αγάπης», ο Πολωνός κιθαρίστας Γιαν, παίζει στα υπαίθρια καφέ της Βενετίας σε μια ορχήστρα Τσέχων και εκεί συναντάει τον αγαπημένο του Αμερικανό τραγουδιστή που παραθερίζει με την γυναίκα του. Εκείνος του προτείνει να κάνουν καντάδα με την γόνδολα στην καλή του, μια καντάδα όμως του αποχωρισμού. Στο «Με ήλιο ή βροχή», ο Ρέι, δάσκαλος Αγγλικών επισκέπτεται στο Λονδίνο μια παλιά του φίλη, που συζεί με τον καλύτερο φίλο του, και με την οποία στο παρελθόν είχαν κοινά μουσικά γούστα. Το ζευγάρι περνάει κρίση και, ενώ η παρουσία του ήρωα υποτίθεται ότι θα είχε διαμεσολαβητικό χαρακτήρα, τελικά αυτός διαπράττει μόνον γκάφες σε μια σειρά ξεκαρδιστικές καταστάσεις.
Στο «Μάλβερν Χιλς», ένας απογοητευμένος περιφερόμενος κιθαρίστας, αποφασίζει να εργαστεί στο εξοχικό εστιατόριο της παντρεμένης αδελφής του. Εκεί συναντάει ένα ντουέτο Γερμανών φολκ τραγουδιστών και ανάμεσά τους αναπτύσσεται μια ιδιόμορφη σχέση αφού το ντουέτο ξετρελαίνονται πρωτίστως με την μουσική του. Στο σουρεαλιστικό «Νυχτερινό», ο τριανταεπτάχρονος σαξοφωνίστας, που τον έχει εγκαταλείψει η γυναίκα του, κάνει πλαστική εγχείρηση στο πρόσωπο με τα λεφτά που του προσφέρει εκείνη για εξιλέωση. Αυτός πιστεύει ότι ίσως βελτιωθεί η καριέρα του και αναρρώνει ινγκόγνιτο στο δωμάτιο ενός πολυτελούς ξενοδοχείου του Μπέβερλι Χιλς, έχοντας δίπλα του μια εκκεντρική Αμερικανίδα, που δεν είναι παρά η σύζυγος του Αμερικανού τραγουδιστή της πρώτης ιστορίας. Μπαταρισμένοι κι οι δυο, εκείνη τον βοηθάει να ξεπεράσει πολλούς δισταγμούς του, ύστερα από μια σειρά παρανοϊκές περιπέτειες μέσα στο ξενοδοχείο. Στο τέλος αυτός καταλήγει: «πρέπει να κοιτάξω μακριά, ίσως η ζωή είναι, πράγματι, πολλά άλλα ακόμη πράγματα εκτός από το να αγαπάς κάποιον».
Στους «Βιολοντσελίστες» ο αφηγητής, παίζοντας σε μια μπάντα, στην πλατείας της Βενετίας, αναγνωρίζει τον Ούγγρο Τίμπορ που παλιότερα ήταν μαζί τους και θυμάται την παράξενη ιστορία του. Ο Τίμπορ είχε γνωρίσει την Αμερικανίδα Ελοϊζ, που της άρεσε το παίξιμό του και ισχυριζόταν ότι κι εκείνη ήταν βιολοντσελίστρια. Η σχέση τους θύμιζε μούσας και μαθητευόμενου, ώσπου ο Τίμπορ ανακάλυψε ότι η Ελοίζ ουδέποτε ήξερε να παίζει. «Πρέπει να καταλάβεις ότι είμαι βιρτουόζος-απλώς ένας βιρτουόζος που δεν έχει ακόμη ξετυλίξει το ταλέντο του» εκείνη του εξηγεί. Μια τέτοια απάντηση φαντάζει λογική στον αινιγματικό κόσμο του Ισιγκούρο. Πριν το τελευταίο του μυθιστόρημα «Μη μ΄ αφήσεις ποτέ», με ήρωες του κλώνους του μέλλοντος, αυτές οι ιστορίες παραπέμπουν περισσότερο στον καφκικό «Απαρηγόρητο» και στον αμήχανο μπάτλερ στα «Απομεινάρια μιας ημέρας». Έτσι κι εδώ, οι πρωτοπρόσωποι αφηγητές, άντρες όλοι τους, μουσικοί ταλαντούχοι ή αποτυχημένοι, παραιτημένοι από τη ζωή και τις συμβίες τους, περιφέρονται σε ξένες χώρες, σε χώρους αφιλόξενους, τουριστικούς και μεταβατικούς, εμφανίζονται ξαφνικά σε άδειες σκηνές θεάτρων ή παρεμβαίνουν σε καταστάσεις που δεν τους αφορούν. Χαρακτήρες συναισθηματικά ανεπαρκείς, απρόβλεπτοι ή αδιάφοροι, μέσα από φάρσες και παθήματα, παραμένουν μετέωροι, μοναχικοί, πικραμένοι.
Οι πέντε ιστορίες, όπως δήλωσε ο Ισιγκούρο, γράφτηκαν σαν μια μυθιστορηματική ενότητα ή σαν τα πέντε μέρη μιας κλασικής σύνθεσης. Το στυλ του συγγραφέα, απέριττο, χωρίς μεταφορές και λυρικά ξεσπάσματα, απηχεί στο βάθος τον δικό του τόνο, μια μινιμαλιστική μουσικότητα που συνέθεσε ένας άνθρωπος με γιαπωνέζικα γονίδια και εγγλέζικη ανατροφή, απόλυτα αφοσιωμένος στη λογοτεχνία. Για όσους τον αγαπάμε αληθινά ως συγγραφέα τολμούμε να πούμε ότι δεν τον χορτάσαμε στις μικρές φόρμες. Όμως συγκινηθήκαμε και γελάσαμε δυνατά- κάτι που σπάνια συμβαίνει σε ελληνικό ή ξένο μυθιστόρημα-, ειδικά στην ιστορία «Με ήλιο ή με βροχή». Τελειώνοντας το βιβλίο έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι στην πιάτσα Σαν Μάρκο, όπου όλοι οι μουσικοί, στην ίδια μπάντα, παίζουν τα τραγούδια που «ακούγονται» στο βιβλίο, ένα μελωδικό σάουντρακ που το σιγοτραγουδάς για καιρό μετά.
ΝΕΑ, Βιβλιοδρόμιο , Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009
Θεόδωρος Γρηγοριάδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου