Δεκέμβριος 1973. Έχουμε βγει, η έκτη τάξη γυμνασίου, στα χωριά του Παγγαίου για να πούμε τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα και να ενισχύσουμε το ταμείο της τάξης. Είμαστε δεκαεπτάχρονοι, αρκετά μεγάλοι για κάλαντα, αλλά η ομαδικότητα και το χιούμορ μας ενώνει. Βρίσκομαι στα αριστερά, πρώτο αγόρι, με τον κουμπαρά στο χέρι και τελευταία φορά που τραγούδησα δημοσίως.
Όμως λίγα χρόνια πριν, μαθητόπαιδο, τα κάλαντα αποτελούσαν μοναδικές στιγμές. Οργάνωνα σόλο την χριστουγεννιάτικη περιοδεία μου, στις γειτονιές του χωριού, προτιμώντας τα «αρχοντικά» που έδιναν λεφτά αντί κεράσματα. Τα χρόνια εκείνα δεν έρεε το χρήμα, άσκοπο και δανεισμένο. Παιδί κοινωνικό, ο πατέρας μου ήταν οργανοπαίκτης κιθαρίστας, ο πρόσφυγας παππούς έπαιζε ούτι, είχα μουσικό αυτί και μελωδική φωνή, που κληρονόμησα από τη μάνα μου, γι’ αυτό και οι νοικοκυραίοι με έβαζαν να πω μέχρι τέλους τα κάλαντα στα οποία πρόσθετα ακόμη μια στροφή δικής μου έμπνευσης! Έτσι επέστρεφα στο σπίτι με γεμάτες τσέπες, αναψοκοκκινισμένα μάγουλα και ένα λάρυγγα που είχε λαλήσει για τα καλά.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης
Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ, 24 Δεκεμβρίου 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου