Τρίτη 2 Μαΐου 2017

ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Καινούργια πόλη

E-mailΕκτύπωση
altΠροδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη Καινούργια πόλη, που θα κυκλοφορήσει την επόμενη εβδομάδα σπό τις εκδόσεις Πατάκη.
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
Μέρος Πρώτο
Οδός Θαλού
1
Το όνειρο με τον πνιγμένο, που έβλεπε μέρες τώρα, τον ανάγκασε να πεταχτεί απ’ το κρεβάτι. Αναζήτησε διέξοδο σπρώχνοντας το μοναδικό παράθυρο της κρεβατοκάμαρας, ένα βιδωμένο σφιχτά παντζούρι, που άνοιξε με πάταγο, λες και περίμενε καιρό κάποιο δυνατό χέρι να το απεγκλωβίσει. Παραμέρισε την ξεχασμένη άπλυτη κουρτίνα. Το φως που διαχύθηκε στο δωμάτιο του θάμπωσε τα μάτια, όμως, καθώς διαλυόταν μέσα στο χορευτικό της σκόνης, αντίκρισε τον λόφο της Ακρόπολης, ένα κομμάτι του τείχους πάνω στο οποίο είχε στηθεί και κυμάτιζε μια τεράστια ελληνική σημαία.
Επέστρεψε να δει τη θέα με καθαρότερο μάτι και ένα ποτήρι νερό στο χέρι. Τις πρώτες μέρες πίστευε ότι το παράθυρο κοιτούσε σε κάποιον τυφλό ακάλυπτο, δεν είχε ακόμη τη διάθεση να εξερευνήσει το σπίτι και την περιοχή. Και όταν προσπάθησε να το ανοίξει με μια απλή κίνηση, δεν τα κατάφερε, το ανέβαλε.
Στο μεταξύ η Ερινύα δραπέτευσε στα λημέρια της, μπορεί κι απ’ τη μεριά του θεάτρου του Διονύσου, της ταίριαζε ν’ αράζει κατά κει. Άραγε ποια από τις τρεις Ερινύες ήταν η δικιά του που τον κατέτρεχε;
Πράγματι, πίσω από το παράθυρο βρισκόταν ο ακάλυπτος, ωστόσο, πάνω από τα σπίτια και τις ταράτσες, υψωνόταν ο ατάραχος βράχος – κλέβοντας μισό ουρανό θέα. Κι αυτός συνερχόταν, έπαιρνε τις παλιές του διαστάσεις, σώμα και ψυχή ξανασχημάτιζαν ό,τι η τυραννία της νύχτας είχε αποδιοργανώσει.
Αναγνώριζε τον εαυτό του. Ξυπνούσε στην πρωτεύουσα ένα ακόμη πρωινό αφότου έφτασαν με τη Μαργαρίτα.
Το διαμέρισμα ήταν στην Πλάκα, σε ένα δρομάκι, την οδό Θαλού. Εκεί θα ζούσε, κι αυτό το «ζούσε» ήταν σχετικό γιατί το σπίτι τού είχε παραχωρηθεί για ένα μικρό διάστημα.
Το διαμέρισμα ήταν στην Πλάκα, σε ένα δρομάκι, την οδό Θαλού. Εκεί θα ζούσε, κι αυτό το «ζούσε» ήταν σχετικό γιατί το σπίτι τού είχε παραχωρηθεί για ένα μικρό διάστημα.
Επέστρεψε στην κουζίνα, άφησε το ποτήρι σε έναν παμπάλαιο τσιμεντένιο νεροχύτη, στιγματισμένο από ξεχασμένους λεκέδες.
Κατέφτασαν σαν κυνηγημένοι… Εκείνη στο σπίτι της θείας κι αυτός στην τετραώροφη πολυκατοικία χωρίς ασανσέρ, χτισμένη τη δεκαετία του ’40. Στον δεύτερο όροφο αναζήτησε το αφημένο κλειδί, όπως ακριβώς του είχε πει ο Γιώργος στο τηλέφωνο: να το ζητήσει από την Κρίστη, στον πρώτο όροφο, γιατί εκείνος, Ιούλιο μήνα, έφευγε από την Αθήνα, ήταν ο μήνας των διακοπών του και δε θα ’χανε ποτέ τις «Κυκλάδες του», τόνισε επιδεικτικά με μια παραξενιά στη φωνή του, ένα ανησυχητικό δείγμα ότι δε γνωριζόντουσαν και τόσο καλά.
Ναι, κατέφτασαν καλοκαιριάτικα στην Αθήνα, μάνα και γιος, έχοντας αφήσει πίσω τους ένα δροσερό νησί.
Ώρα για καφέ, θα συμβιβαστεί με έναν ζεστό Nescafé. Να τος, καθισμένος ανάμεσα στα κουρασμένα έπιπλα, στη σκόνη που είχε κατακαθίσει παντού στο ακατοίκητο διαμέρισμα, αφού ο Γιώργος δεν κοιμόταν από καιρό εδώ. Ακόμη και οι μισοάδειες ντουλάπες του πρόδιδαν ότι ο ιδιοκτήτης τους τις χρησιμοποιούσε περιστασιακά.
Έβαλε λίγη μουσική να ανταγωνιστεί τον ήχο της πόλης που ερχόταν κυματιστά απ’ έξω: φουρνιές τα αυτοκίνητα αμολιούνταν στην αρχή της Συγγρού με κατεύθυνση τον Πειραιά. Ταυτόχρονα, απ’ το διαμέρισμα της Κρίστης, ερχόταν μια μουσική new age –αναγνώρισε τους Dead Can Dance–, λες και είχε βάλει ηχείο στον φωταγωγό και στον διάδρομο.
Μισόκλεισε τα μάτια, μία ώρα ύπνο θα μπορούσε να τον κερδίσει. Λίγους μήνες πριν, θα έβγαινε από μια άλλη κουζίνα ο Σβεν, με μια κούπα τσάι στο χέρι, ρωτώντας τον τι ώρα ήταν. Έτσι ήταν ο Σουηδός: δεν κοίταζε ποτέ την ώρα για να μην τον ελέγχει εκείνη. Όμως η φιγούρα του Σβεν έφευγε μαζί με το απορημένο του βλέμμα. «Πότε θα μεγαλώσεις;» τον είχε ρωτήσει μια φορά κι ο Μανόλης χαμογελούσε.
Μισούσε τις ηλικίες και τα χρόνια, δε γιόρταζε ποτέ γενέθλια αλλά μετά τα τριάντα έβλεπε να σβήνουν μόνα τους τα κεριά και θύμωνε με την τούρτα που του έφερνε ο Σβεν, αφού ο Σουηδός είχε μάθει από το διαβατήριό του πότε να τα γιορτάζουν, έστω και με τα μούτρα του Έλληνα κατεβασμένα.
Μισούσε τις ηλικίες και τα χρόνια, δε γιόρταζε ποτέ γενέθλια αλλά μετά τα τριάντα έβλεπε να σβήνουν μόνα τους τα κεριά και θύμωνε με την τούρτα που του έφερνε ο Σβεν, αφού ο Σουηδός είχε μάθει από το διαβατήριό του πότε να τα γιορτάζουν, έστω και με τα μούτρα του Έλληνα κατεβασμένα.
Όχι, τα γενέθλια, όπως και οι γιορτές, είναι μια υποχώρηση στον χρόνο που δεν πρέπει να μας αγγίζει, κάτι τέτοιο του έλεγε επιχειρηματολογώντας. Σε τούτο έμοιαζε με τη Μαργαρίτα, που επίσης μισούσε τα γενέθλια και αφαιρούσε τα κεράκια για διαφορετικούς λόγους.
Για εκείνη ο χρόνος ήταν απαγορευμένος και είχε σταματήσει κάπου στην ηλικία που βρισκόταν τώρα ο γιος της, δηλαδή στα τριάντα επτά: μάνα και γιος υπερνικούσαν κάθε έννοια του χρόνου και της ενηλικίωσης… Αλίμονο αν κάποιος αμφισβητούσε την ηλικία της Μαργαρίτας, κινδύνευε να ακούσει έναν οχετό από ασυναρτησίες και αυτοπαινέματα. Έφηβη –το είχε πει η αδελφή της–, βγάζοντας την αστυνομική της ταυτότητα, δήλωσε τρία χρόνια νεότερη, γιατί τα αρχεία της πόλης είχαν καεί σε μια πυρκαγιά. Πάντως καλύτερα να της λέγανε πόσο δεν άλλαξε από κορίτσι, που ήταν και παρέμενε κατά βάθος στην ψυχή.
Η μουσική σταμάτησε στο διαμέρισμα της Κρίστης. Ακούστηκε η πόρτα της να κλείνει δυνατά. Άραγε χορεύουν οι νεκροί;
Από δω και πέρα θα έπρεπε να σκέφτεται τη μάνα του και να τη νοιάζεται. Κι εκείνη χρειαζόταν λίγο χρόνο για να προσαρμοστεί, μετά μπορεί να μην τον ήθελε στα πόδια της – μια συνηθισμένη διαλυμένη οικογένεια. Αρκεί να μην ξανάμπλεκε με κανέναν σαν τον άλλον που κατέληξε στα κύματα. Η σκέψη αυτή του προκάλεσε δυσφορία, περισσότερο κι απ’ την εικόνα του πτώματος, που θα μπορούσε να την εκτοπίσει κάπου βαθιά στο μυαλό του, αλλά οι σκέψεις, σαν τους πνιγμένους, βρίσκουν ευκαιρία να αναδυθούν εκεί που δεν το περιμένεις.
2
altΗ Κρίστη, στον πρώτο, που του είχε δώσει το κλειδί, ήταν λίγο μεγαλύτερή του. Μελαχρινή, τεράστια μάτια, επιτηδευμένη γλύκα. Τον είχε μπάσει μέσα, του είχε προσφέρει ένα γλυκό του κουταλιού περγαμόντο, «Είμαι κι εγώ Βόρεια» του είχε πει «από τη Θεσσαλονίκη, ένα χωριό κοντινό, το Νικομηδινό, το έχεις ακουστά;».
Είχε έρθει στην Αθήνα για να κάνει καριέρα ηθοποιού, «Έχω παίξει ήδη σε ένα σίριαλ στην ΕΡΤ, είδες καθόλου το Έρωτας στο κύμα;».
Δεν έβλεπε τηλεόραση, της το είπε διστακτικά, τα τελευταία χρόνια δε ζούσε καν στην Ελλάδα, ταξίδευε, άλλαζε τόπους – τέτοιες αβεβαιότητες. Πέρασε μία ώρα μέχρι να της πει ότι τον λένε Μανόλη, ότι γεννήθηκε στο τελευταίο χωριό του Έβρου και ότι σπούδασε ελληνική φιλολογία στο πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη! Να λοιπόν που είχαν αρκετά κοινά στοιχεία, εκείνη είχε τελειώσει τη σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, είχε δώσει εξετάσεις μετά το λύκειο.
«Ωραίο το γλυκό σου» την παίνεψε και κάθισε πάνω σε έναν φθαρμένο καναπέ, έπιπλο από δεύτερο χέρι.
«Μόνη μου το φτιάχνω» χάρηκε αυτή σαν να μπήκε ξαφνικά σε έναν άπαιχτο ρόλο.
Παρότι τον εξερευνούσε, ο Μανόλης αισθανόταν ότι ήθελε να τον ξεφορτωθεί, ίσως είχε κάτι στο μυαλό της, μια πρόβα, μια συνάντηση· καμιά φορά δεν είμαστε έτοιμοι να υποδεχτούμε τον άλλον, τον καινούργιο, απρόσκλητο και αναπάντεχο. Παραμέρισε τα μαξιλαράκια και σηκώθηκε να φύγει.
Εκείνη του είπε να της χτυπάει το κουδούνι όποτε ήθελε και καμιά φορά να τρώνε μαζί, «Μαγειρεύω καλά» πρόσθεσε και τότε αυτός θυμήθηκε τη μάνα του, κι εκείνη παινευόταν για τη μαγειρική της, διοργανώνοντας διαγωνισμούς με μοναδική υποψήφια τον εαυτό της. Μετά τα τακούνια, η επόμενη εμμονή της Μαργαρίτας ήταν το μαγείρεμα με σπεσιαλιτέ τη θρακιώτικη λαχανιά, με μπόλικο γλυκό κόκκινο πιπέρι.
Βγήκε στο μπαλκόνι, έβαζε ένα ξύλινο σκαμπό, μόλις που χωρούσε καθιστός για να κάνει ένα τσιγάρο χαζεύοντας τους τουρίστες που πηγαινοέρχονταν στην Πλάκα. Ξανάρχισε το τσιγάρο με το που γύρισε στην Ελλάδα, κατευθείαν έπεσε στα Καρέλια, λες και δεν είχε περάσει μία δεκαετία χωρίς καπνό.
Η Κρίστη τον αποχαιρέτησε με ένα πεταχτό φιλί στην πόρτα και αμέσως ανέβασε την ένταση της μουσικής πίσω του. Αυτή τη φορά έπαιζε ένα παλιό τραγούδι των Cocteau Twins – θα τη λάτρευε ο Σβεν αν ήταν εδώ μαζί τους, έλιωνε με τις μπίρες στο χέρι ακούγοντάς τους· ο Μανόλης έβρισκε λίγο παραπάνω 80s τον ήχο τους, τότε όμως του άρεσε γιατί ίσως άρεσε και στον Σουηδό.
Βγήκε στο μπαλκόνι, έβαζε ένα ξύλινο σκαμπό, μόλις που χωρούσε καθιστός για να κάνει ένα τσιγάρο χαζεύοντας τους τουρίστες που πηγαινοέρχονταν στην Πλάκα. Ξανάρχισε το τσιγάρο με το που γύρισε στην Ελλάδα, κατευθείαν έπεσε στα Καρέλια, λες και δεν είχε περάσει μία δεκαετία χωρίς καπνό – άντε κανένα πού και πού, στους διαλογισμούς του κρύου Βορρά κι αυτό.
Η Θαλού έμπαινε από τη λεωφόρο Αμαλίας, στο ύψος της Πύλης του Αδριανού, και έβγαινε στην εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης – τριάντα μέτρα δρομάκι. Στην αρχή της Θαλού, γωνία με Πιττακού, δέσποζε το επιβλητικό κτίριο της ΑΣΔΕΝ, που το φρουρούσαν μόνιμα στρατιώτες σε ένα ορθογώνιο κουβούκλιο σαν άδειο τηλεφωνικό θάλαμο. Οποιαδήποτε στιγμή έστριβες από την Αμαλίας για την Πλάκα, σίγουρα θα έβλεπες έναν φαντάρο όρθιο ή λυγισμένο πάνω στο ένα πόδι να μισοκοιμάται και να ονειρεύεται το απολυτήριό του ή μια βόλτα στα καφέ της γειτονιάς, λίγο παραμέσα.
Το είχε η μοίρα μου, χαμογέλασε. Θυμήθηκε τον Έβρο, το χωριό του, κι εκεί τους φύλαγαν στρατιώτες, εδώ όμως; Μέσα στην καρδιά της πόλης φυλάγανε τα μισοάδεια κτίρια; Έπειτα, όταν τη δεύτερη μέρα πήγε να πει μια καλημέρα στον στρατιώτη, εκείνος λίγο ενοχλήθηκε, μάλλον τα καλημερίσματα των περαστικών –ειδικά στην περιοχή αυτή– ήταν συνηθισμένες και ιδιοτελείς προσφωνήσεις, οπότε τους τις έκοψε κι αυτές στο εξής. Μακριά από τον στρατό. Αρκετούς μήνες πρόσφερε στην πατρίδα του χωρίς αντίκρισμα για να την εγκαταλείψει αμέσως μετά.
[...]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κεφαλή του Απόλλωνα σε ανασκαφή στους Φιλίππους

Η κεφαλή αγάλματος του Απόλλωνα που βρέθηκε στην ανασκαφή στους Φιλίππους. Ένας τόπος που υπάρχει σχεδόν σε όλα τα "βορειοελλαδίτικα&qu...