"Απ' τη μεριά της θάλασσας"
Το σαπιοκάραβο παραπαίει και βολοδέρνει στα κύματα, βαρύ, ασήκωτο και φορτωμένο με τις ψυχές των απελπισμένων. Ανάμεσά τους, ο ψηλός άντρας με τη γενειάδα σιωπά, ψάχνει με το βλέμμα του την ίσαλο γραμμή, ελπίζει και προσεύχεται. Άντρες νέοι και λίγο μεγαλύτεροι, γυναίκες παιδιά, ελπίζουν ότι στην άλλη μεριά θα βρεθεί ένα απάνεμο μέρος. Όμως η θάλασσα φουσκώνει ύπουλα, τους ανεβάζει ψηλά και μετά τους ξαναρίχνει σε μια κατηφορική δίνη. Εκείνοι φωνάζουν, εκλιπαρούν, αγκαλιάζονται. Μετατοπίζονται και μαζί το σκάφος, που μπάζει νερά και τους ξεβράζει σαν να ξύνει την πληγή για να ανακουφιστεί. Από πού να πιαστεί κανείς; Πώς να θρηνήσεις και να ουρλιάξεις βοήθεια με το στόμα φραγμένο;
Ο άντρας αντέχει, αντέχει γιατί μπορούσε να διασχίζει τόσα χιλιόμετρα, το λεπτό του σαρκίο επιπλέει, κλείνει τα μάτια, έτοιμος για κάθε είδους αναχώρηση. Αν αυτό είναι το τέλος και η αποκάλυψη μαζί, τότε ήρθε και η δική του. Όμως η φρίκη έχει και το αντίδοτο, επιστρατεύει την ψυχή και το ένστικτο, συλλαβίζει νοερά, όλα όσα έμαθε σκαλισμένα και μιλημένα. Για μια στιγμή το είναι κι η αναπνοή του χάνονται. Μήπως ήταν πεθαμένος τόσον καιρό και επανήλθε στη ζωή ή μήπως αναδύθηκε απ το βαθύ πέλαγος;
Όταν θα τον περισυλλέξουν, κουφάρι, εκείνος θα έχει ακόμη ζωή μέσα του, το παιδί θα υπόσχεται να ζήσει, να μεγαλώσει, να ταξιδέψει. Θα ονειρευτεί μια παραλία με γυμνά κορμιά όπου πρωτόπλαστοι άνθρωποι, ήρεμοι και φιλικοί, θα του απλώνουν τα χέρια, θα είναι ο ίδιος παιδί και γέρος μαζί, το ίδιο κορμί αλλά και ψυχή.
Τον τραβάνε σαν μουσκεμένο δέρας και τον πετάνε σ' ένα άλλο στεγνό κατάστρωμα. Επιτέλους μετά από καιρό ακούει να μιλάνε, κλείνει τα μάτια και όταν τα ξανανοίγει αντικρίζει ένα ωχρό δωμάτιο. Κάποιοι λευκοντυμένοι τον περιποιούνται, ακούει φωνές και λόγια ωστόσο δεν μπορεί να τους καταλάβει. Αργότερα θα τον ντύσουν και θα τον φέρουν σ ένα τόπο όπου άντρες με ομοιόμορφες στολές περιφέρονται.
Οι άντρες με τις στολές θα τον παραδώσουν σε άλλους, θα τον βγάλουν στο φως και από εκεί, με λεωφορείο, θα τον μετακινήσουν σε μια άγονη περιοχή, θα τον κλείσουν σε ένα περιφραγμένο στρατόπεδο, ένα μακρόστενο προχειροφτιαγμένο κτίσμα. Αυτό δεν του αρέσει. Όλα αυτά τα χρόνια πορεύτηκε ελεύθερος, δεν στάθηκε πίσω από συρμάτινα εμπόδια, συναναστράφηκε περήφανους ανθρώπους, ενώ εδώ μαλώνουν, φωνάζουν, σχίζουν τα ρούχα τους. Όταν του δίνεται η δυνατότητα να βγαίνει στο προαύλιο και να βηματίζει, εκεί, θαρρείς το οικείο αυτό φως, το χώμα έστω και βρώμικο και πατημένο, τον γειώνει.
Με το δάχτυλο χαράζει σύμβολα καταγής, που τα πατάνε οι άλλοι. Όταν ξαναμπαίνει στο θάλαμο, κλείνει τα μάτια και προσπαθεί να ανακτήσει το χαμένο του λεξιλόγιο, να ξαναβρεί την λαλιά που τον καθόρισε. Τα χέρια του κινούνται συνεχώς, στέλνουν μηνύματα, γεμίζουν τα στερημένα νοήματα, αποκτάνε νόημα οι πρώτες φράσεις και περιγραφές. Ξαναβρίσει τη χαμένη γλώσσα του.
Με τις μέρες γαληνεύει. Κάποιος φύλακας, που τον παρατηρεί προσεκτικά στο προαύλιο, τον πλησιάζει καθώς κοιτάζει συνεχώς, την έξοδο, τον κλειστό ορίζοντα, απλώνοντας τα χέρια του έξω από τα σύρματα. Του δείχνει και του λέει, εκεί, από εκεί ήρθα.
Ναι, ήρθες από την έρημο, απαντάει ο φρουρός. Πώς σε λένε; Τι στο καλό έκανες μέσα σε μια βάρκα με τόσο κόσμο, από πού ζητούσες να φύγεις, τι στο καλό άνθρωπος είσαι εσύ; Ποιος είσαι;
Εκείνος γαληνεύει, αναζητά μια πηγή, ζητάει νερό, πολύ νερό να πιει. Καίγομαι, ακόμη καίγομαι ούτε η θάλασσα δεν έσβησε τη φωτιά που κουβάλησα.
"99+1 μικροδιηγήματα"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου