Μετάφραση: Μπάμπης Λυκούδης,
εκδόσεις Εξάντας, 1989
Το 1857 η «Μαντάμ Μποβαρύ» διώκεται για προσβολή της δημόσιας ηθικής. Τελικά το μυθιστόρημα αθωώνεται και γνωρίζει μεγάλη αναγνωστική επιτυχία. Αλίμονο για τους φύλακες των ηθών: η «Μαντάμ Μποβαρύ» παραμένει ένα από τα πιο σημαντικά κείμενα της γαλλικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Λίγα χρόνια μετά το θάνατο του μεγάλου ρεαλιστή Μπαλζάκ, η «Μαντάμ Μποβαρύ» προσπάθησε να αποτινάξει τα δεσμά του ασφυκτικού ρεαλισμού, διατηρώντας όμως τα βασικά χαρακτηριστικά του. Ο Ντανίλο Κις γράφει: «Με τον Φλωμπέρ αρχίζει η εποχή της «παρακμής»... Η λογοτεχνία της «παρακμής» που γεννήθηκε μαζί του εξακολούθησε να υπάρχει, ιδού, από τον Φλωμπέρ μέσω του Τζόυς, έως τις μέρες μας» (Homo poeticus, Scripta, 2011). H “Μαντάμ Μποβαρύ” γίνεται προάγγελος των μοντερνιστών, του Τόμας Μαν, της Βιρτζίνια Γουλφ, του Μαρσέλ Προυστ αλλά και μιας ολόκληρης παράδοσης της σύγχρονης γαλλικής λογοτεχνίας, ενώ η επιρροή της συναντάται σε άπειρα έργα νεοτέρων όπως του Τζούλιαν Μπαρνς, του Μάριο Βάργκας Γιόσα, του Ναμπόκοφ.
Βασικό θέμα της ιστορίας του Φλωμπέρ είναι η μοιχεία. Ο γάμος και η μοιχεία κυριάρχησαν θεματικά στη διαμόρφωση του δυτικού μυθιστορήματος. Πάντως η ιστορία της Έμμας Μποβαρύ παραμένει η πιο διάσημη μοιχεία στη λογοτεχνία.
Ο Φλωμπέρ ξεχωρίζει με τον τρόπο που χτίζει τις μικρές αφηγήσεις του, με τον τρόπο που αλλάζει συνεχώς οπτική γωνία, με το μαύρο χιούμορ, τις υπόγειες σαρκαστικές ανατροπές και φυσικά με το μοναδικό τρόπο που αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο.
Ο Γκυστάβ Φλωμπέρ γεννήθηκε το 1821 στη Ρουέν, ο πατέρας του ήταν χειρούργος όμως ο γιος αποφάσισε από νωρίς να ασχοληθεί με το γράψιμο. Έζησε στη Νορμανδία, ταξίδεψε στο Παρίσι, στην Αίγυπτο, στη Μέση Ανατολή και στη Μεσόγειο. Δεν παντρεύτηκε ποτέ και παρέμεινε κοντά στη μητέρα του. Διατηρούσε μια μακροχρόνια σχέση με την Λουίζ Κολέτ, έντεκα χρόνια μεγαλύτερή του και επίσης συγγραφέα, η οποία και διέσωσε τα εξαιρετικά του γράμματα.
Η «Μαντάμ Μποβαρύ» γράφτηκε μετά τον «Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου». Ο άγριος εξωτισμός του και ο βαρύγδουπος λυρισμός ανάγκασαν τους φίλους του συγγραφέα, στους οποίους επί τέσσερις μέρες διάβαζε το χειρόγραφό του, να του προτείνουν να στραφεί σε πιο καθημερινά θέματα. Έγραψε τη Μαντάμ Μποβαρύ ανάμεσα στο 1851 και το 1856. Ζορίστηκε, απομονώθηκε, σε έξι μήνες έβγαλε μόνον 25 σελίδες. Υπέφερε μαζί με τους ήρωές του. Όταν στο φινάλε η Έμμα δηλητηριάζεται, εκείνος υπέφερε από στομαχόπονους, ομολογώντας ότι σιχάθηκε τους αστούς χαρακτήρες του που τον κρατούσαν κλεισμένο στον κόσμο που εκείνος άλλωστε είχε επιλέξει.
Ο Φλωμπέρ γεννήθηκε στην αυγή της βιομηχανικής εποχής. Πίστευε ότι η λογοτεχνία μπορούσε να βοηθήσει στη γνώση του ανθρώπου όπως οι φυσικές, οι οικονομικές και άλλες επιστήμες. Είναι η εποχή του Δαρβίνου της Καταγωγής των Ειδών και άλλων ιδεών. Όταν ο Φλωμπέρ αναλαμβάνει να γράψει την Μαντάμ Μποβαρύ, το Κομμουνιστικό Μανιφέστο είχε ήδη δημοσιευτεί. «Πριν απ’ όλα βρισκόμαστε σε έναν ιστορικό αιώνα», γράφει.
Ένας δυστυχισμένος γάμος
Στη Μαντάμ Μποβαρύ περιγράφει τη μελαγχολική ιστορία ενός δυστυχισμένου γάμου ανάμεσα στον αγροτικό γιατρό Σαρλ Μποβαρύ και την σύζυγό του, την Έμμα. Ο γιατρός Σαρλ εργαζόταν σε ένα μικρό τόπο, στο Τοστ. Ένα βράδυ τον καλούν στο αγρόκτημα του κυρίου Ρουό, όπου ο Σαρλ ξεχώρισε την όμορφη κόρη του. Εκείνη βαριόταν στο αγρόκτημα με τις αυξημένες ευθύνες. Ο Σαρλ θα αρχίσει τις τακτικές επισκέψεις και, όταν θα χηρέψει, θα της κάνει πρόταση γάμου.
Ατάραχος και βραδύνους ο Σαρλ, ολοζώντανη και συναισθηματική η Έμμα. Τα διαβάσματά της, με ιστορικά και λογοτεχνικά μυθιστορήματα, τροφοδοτούν μέσα της ένα πάθος για ζωή γεμάτη επιθυμίες. Όμως ο κόσμος γύρω της στο Τοστ και αργότερα στη Γιονβίλ πολύ λίγα έχουν να της προσφέρουν. Είναι πια η κυρία ενός άλλου, χάνει την ατομική της ταυτότητα.
Η ‘Εμμα πλήττει, πλήττει αδιάκοπα. Όταν βρεθεί στον πύργο ενός αριστοκράτη μένει έκθαμβη και ονειροπολεί τη λαμπερή εκείνη βραδιά. Η Έμμα όχι μόνον βαριέται αλλά και υποφέρει σωματικά. Όταν, με συμβουλή του γιατρού καταφεύγει στη κοντινή Γιονβίλ, αισθάνεται αισιόδοξη. Εκεί ο φαρμακοποιός Ομέ και ο φοιτητής Λεόν θα παίξουν βασικό ρόλο στη ζωή της. Εδώ θα γεννήσει κι ένα κορίτσι. Στο σπίτι της συχνάζει ο Λεόν που φανερά την επιθυμεί και αυτό την συνταράζει.
Μετά το ανούσιο φλερτ με τον Λεόν, θα πέσει θύμα του γόητα Ροδόλφου Μπουλανζέ του οποίου ο πομπώδης λόγος και ο θεατρινισμός κατορθώνουν άμεσα να πετύχουν το στόχο του. Αναμφίβολα ο Ροδόλφος για την Έμμα δεν είναι παρά μια ενσάρκωση των ρομαντικών φαντασιώσεών της, ένας χαρακτήρας που έβγαινε από τις αφηγήσεις με τις οποίες ταυτιζόταν. Τον παροτρύνει να βρει μια λύση για τη σχέση τους. Όμως ο Ροδόλφος, αντιλαμβανόμενος την υστερία της, φεύγει ενώ εκείνη καταρρέει και ανεβάζει για μέρες πυρετό.
Αναρρώνοντας βρίσκει πιο άρρωστη την πραγματικότητα. Τα χρέη της είναι πολλά και ο Σαρλ καταφεύγει στην τοκογλυφία. Όταν θα ξαναβρεί τον Λεόν θα απαιτεί συνεχώς από τον πτυχιούχο δικηγόρο, όχι μόνον ερωτικά αλλά και οικονομικά, κάτι πέρα από τις δυνάμεις του. Τελικά αυτός παντρεύεται μιαν άλλη.
Η μονοτονία της απιστίας
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου, ο Φλωμπέρ γίνεται πιο τολμηρός: η ερωτική σκηνή με τον Λεόν μέσα στην άμαξα, όπως αποτυπώνεται στην αγωνία του αμαξά και την εξοντωτική κούρσα, είναι έξοχη. Αυτή η σκηνή λογοκρίθηκε και χρησιμοποιήθηκε στη δίκη του βιβλίου. Δεν εξόργιζε η σεξουαλικότητα αλλά το γεγονός ότι η Έμμα πουθενά δεν εκφράζει μεταμέλεια ή ντροπή για την απιστία της. Αυτό που την οδηγεί στην αυτοκτονία είναι η οικονομική κατάρρευση, οι υπερχρεωμένες πιστωτικές κάρτες της. Να ένα ακόμη στοιχείο σύγχρονο. Και κάτι διαχρονικό: η απιστία είναι το ίδιο μονότονη όσο κι ο γάμος που απειλείται. «Η Έμμα ξανάβρισκε στη μοιχεία όλες τις ανίες του έρωτα».
Τα χρέη την αναγκάζουν να πουλήσει τα πάντα. Ρακένδυτη, κλεισμένη, σε πυρετική κατάσταση, αρνιόταν να μιλήσει. Έρχεται η κατάσχεση, οι εξευτελιστικές της προσπάθειες να βρει δανεικά χωρίς ανταπόκριση. Θα αυτοκτονήσει. Το βασανιστικό ξεψύχισμα, εμπεδώνει την άποψη ότι η ιστορία της Μαντάμ Μποβαρύ είναι το τελευταίο μυθιστόρημα που θα αποκαλούσαμε μια ρομαντική ερωτική ιστορία. Άφηνε τους άλλους στη μέτρια ζωή τους, απαλλασσόταν από το φρικτό κυνισμό που τον συνάντησε ακόμα και σε όσους είχε ερωτευτεί. Ήταν μόλις είκοσι έξι χρονών.
Η «Μαντάμ Μποβαρύ» είναι μια ιστορία που σου αφήνει μια πικρή γεύση, θα προτιμούσες να είχε σωθεί αυτή η άπληστη και ανικανοποίητη γυναίκα. Όμως η ιστορία του Φλωμπέρ μας εισάγει τον επόμενο αιώνα του μυθιστορήματος γιατί αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά της καθημερινότητας και των μικρών ηρώων θα κυριαρχήσουν στη μοντέρνα γραφή όπου το γέλιο, η ειρωνεία και ο φόβος θα συντρέχουν τις ζωές των ανθρώπων. Μια ηρωίδα που φοβήθηκε μην δεν αγαπηθεί, που δεν είχε τις αντοχές να αντισταθεί στις απαιτήσεις της εποχής της, που έπληττε η ίδια αλλά δεν άφησε ποτέ τον αναγνώστη να πλήξει.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης (c) 6/09/20
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου