Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2022

Η εποχή της πίκρας. Ένα αφήγημα.

  Θεόδωρος Γρηγοριάδης



Η εποχή της πίκρας


Μια εποχή υπήρχε ένας και μοναδικός τόπος στον κόσμο: το χωριό μου και ένα φυτό που το λέγαμε καπνός ή τα καπνά. Τα καπνά βρίσκονταν παντού, τα μυρίζαμε όλο το χρόνο, τα δουλεύαμε, ζούσαμε και μεγαλώναμε μαζί τους. Έτσι κι εγώ νόμιζα ότι γεννήθηκα ανάμεσα σε καπνόφυλλα που κολλούσαν στα δάχτυλα αφήνοντας την κόλλα να τρέχει σαν κακάδι · ακόμη φοβάμαι στα όνειρά μου ότι τα νύχια μου θα χαθούν από τις μυτερές βελόνες που τα κομμάτιαζαν χαρακώνοντας το δέρμα. Η ενοχή που ήσουν αγρότης,  παιδί του καπνού, εκεί στα ακροδάχτυλα προδίδονταν. Μαύρη κόλλα και πληγωμένα νύχια που, όταν άνοιγαν τα σχολεία αρχές Σεπτεμβρίου μετά το τέλος ενός κουραστικού καλοκαιριού, δυσκολευόσουν να πιάσεις ακόμη και το μολύβι.

Το χωριό μας, στους πρόποδες του Παγγαίου, όταν γεννήθηκα, κόντευε τις τέσσερις χιλιάδες κατοίκους. Υγρό, καταπράσινο, στις αγκαλιές και τις χαράδρες του βουνού, άνοιγε στον κάμπο των Φιλίππων εκεί όπου καλλιεργούνταν οι σοδειές, πεδιάδα τροφοδότρα για όλο τον τόπο. Καπνά έβγαζε κυρίως, σιτάρια και λιγότερα καλαμπόκια. Ζεστά καλοκαίρια, δροσερά βράδια, ψυχροί χειμώνες, αδιαπέραστες ομίχλες, καταχνιές και μουσκεμένη γη. Όταν χιόνιζε λάσπωνε το χώμα, νερά έσταζαν από παντού, στέγες, νεροχύτες ξερνούσαν απόνερα στους δρόμους και στα τσιμεντένια αυλάκια που- ευτυχώς κατηφορικό όπως ήταν το χωριό-, κατέληγαν στα χαντάκια και στα βαθιά ρέματα. 

Παιδί ακόμη- αλλά ακόμη και τώρα- μου άρεσαν οι μπαχτσέδες · κατάφυτη γη δίπλα στα σπίτια και στις άκρες του χωριού, περιφραγμένοι με πέτρινα τοιχάκια κι αγκαθωτά τσαλιά από πάνω, γεμάτοι δέντρα, συκιές, κορομηλιές, μουριές, δεν υπάρχει φυτό ή χορτάρι να μη έχει βλαστήσει στο Παγγαίο.

Δεν ήμουν φανατικός με τη φύση, την έβλεπα περισσότερο ως σκηνικό και ζωγραφιά, απομόνωνα γωνιές να τις κοιτάζω ή να τις ζωγραφίζω στα τετράδια αντιγραφής: μισή σελίδα γραμμωτή και μισή το λευκό τετράγωνο για την δική μας εικόνα. Πράγματι μου άρεσαν οι μπαχτσέδες, με τις αυτοσχέδιες ξύλινες ή λαμαρινένιες πόρτες, δεμένες με σύρματα και αυτοσχέδιες κλειδαριές, ξύλα κομμένα, πεταμένα αγροτικά εργαλεία και παντού τα σιρένια όπου λιάζαμε τα καπνά το καλοκαίρι · πολλοί τα άφηναν να σαπίζουν χειμωνιάτικα-κακώς βέβαια- οι ανοικοκύρευτοι, έλεγε ο πατέρας μου. Φοβόμουν πάντως τα μεγάλα σάπια καρφιά γιατί λέγανε ότι, αν τρυπηθείς και μπει η σκουριά στο αίμα, πεθαίνεις.

Όταν ξηλώναμε τα δοκάρια στα σιρένια, τα στοιβάζαμε στην αποθήκη, βάζαμε τα καρφιά στα κουτιά κατά μέγεθος, για να χρησιμοποιηθούν και πάλι την επόμενη χρονιά. Αρχές καλοκαιριού έβγαινε ο πατέρας μου να τα ξαναστήσει. Με έπαιρνε πάντα μαζί του σ' όλες τις δουλειές και ειδικά τον καιρό που έκλειναν τα σχολεία. Ακόμη και να του κρατούσα το σκεπάρνι ή να του έδινα τα καρφιά στο χέρι-κι αυτό δουλειά ήταν. Κάθε χέρι βόλευε, κάθε μέλος της μικρής μας οικογένειας ήτανε χρήσιμο. Από την άλλη ο πατέρας μου ήξερε ή διαισθανόταν ότι θα σπούδαζα και δεν θα γινόμουν αγρότης · εν τούτοις πίστευε ότι ο άνθρωπος πρέπει να ψηθεί, να δοκιμάζεται. Πάνω απ' όλα η δουλειά και μια μέρα θα σ΄ ανταμείψει. Και η δουλειά μας ήταν, όπως και για όλο το χωριό μία: τα καπνά. 


*         

      Άρχισα να δουλεύω πιο εντατικά στον κάμπο όταν αγοράσαμε ένα αγροτικό αυτοκίνητο, ένα οκγώδες κίτρινο DAIHATSU με ευρύχωρη καρότσα. Έτσι ξεκινούσαμε πια στις τέσσερις το πρωί. Ο πατέρας ερχόταν στο κρεβάτι μου και μ' ακουμπούσε διακριτικά ή μου μιλούσε κοντά στο αυτί “'άντε Θοδωράκη, ξύπνα”. Ο πιο γλυκός, βαθύς, ύπνος που τότε καμιά συχνουρία δεν τον παρεμπόδιζε. Ξυπνούσα με μια βαθιά θλίψη, ποτέ δεν ήμουν καλοδιάθετος όταν πήγαινα στον κάμπο. Ωστόσο το είχα αποδεχτεί μέσα μου, λέγοντας ότι είναι κάτι προσωρινό κι έτσι, βαρύθυμος, φορούσα τα παλιόρουχα και σκαρφάλωνα στην καρότσα. Την ίδια στιγμή, από κάθε στενό, κάθε δρόμο και κάθε σοκάκι, ξεχύνονταν τα τρακτέρ ή τα αργοπορημένα άλογα. Κατηφόριζαν πομπές με προορισμό τα χωράφια. 

 

*

Μπαίναμε στις αράδες για το σπάσιμο από τις άκρες. Μαζεύαμε τρία χέρια, τα μεγαλόφυλλα Ιούλιο και Αύγουστο και ένα ακόμη προς το τέλος του καλοκαιριού, τα μικρά, τα ουτσάκια. Αρχίζαμε το σπάσιμο χαμηλά από την ρίζα, από τα ώριμα φύλλα. Μέχρι να ξημερώσει έπρεπε να τα ξεχωρίζεις με την αφή, με τη διαίσθηση. Κάθε φύλλο άφηνε έναν  ανεπαίσθητο ήχο, ένα τσακ, αποχαιρετώντας την ρίζα του. 

Κάθε 5-6 φύλλα φτιάχναμε ένα παστάλι, το ένα  πάνω στο άλλο και λίγο πλαγιαστά σαν ανοιχτά τραπουλόχαρτα · τα αφήναμε καταγής στην στενή αράδα · εγώ βρισκόμουν ακόμη στην αρχή, η μάνα μου στην μέση ενώ ο πατέρας μου είχε τελειώσει την αράδα του, μάζευε τα παστάλια του και ξανάμπαινε στην επόμενη. Πολλές φορές, αντί να σπάζω, μ΄ άφηναν να μαζεύω  τα παστάλια για να μην καθυστερούν αυτοί · σκύψιμο κάθε δυο βήματα, μια αγκαλιά φύλλα και κατευθείαν στην καλαθάρα, να συγκλίνουν κυκλικά  για να κερδίζεται χώρος ή να σχηματίζουν μια πυραμίδα αν έμπαιναν στο μποχτσά που βοήθαγε να μην σκορπιστούν και να μπουρλιαστούν με ευκολία. 

Μύριζαν τα καπνά, είχαν το δικό τους άρωμα που δεν περιγράφεται με λέξεις όμως βρωμούσαν κι απ΄ το ράντισμα. Αυτός ο συνδυασμός καμιά φορά ήταν αποπνικτικός, ειδικά στα δικά μου ρουθούνια που είναι τα πιο ευαισθητοποιημένα όργανα από τις πέντε αισθήσεις. Η ζαλιστική μυρωδιά του καπνόφυλλου και της ρίζας, ενώνονταν με τις υπόλοιπες οσμές του κάμπου άλλοτε με το στεγνό σκονισμένο χώμα αλλά άλλοτε με την υγρή από την πάχνη γη, τις κοπριές, τις δυσοσμίες από τα στάσιμα νερά με τα σαπισμένα βρύα, τις μικρές στέρνες όπου κόαζαν βατράχια, τις γούρνες για το πότισμα φυτών και το ξεδίψασμα των ζώων και τις ακόμη μεγαλύτερες τσιμεντένιες “γκιόλες”, όπου τα θαρραλέα παιδιά βούταγαν τα καλοκαίρια. Εγώ τις απέφευγα, όλο και κάποιο νερόφιδο θα σε τσιμπούσε ή θα σε ρουφούσε καμιά βδέλα (πράγμα απίθανο) · τις σιχαινόμουν όταν τις έβλεπα ζωντανές στα βάζα για αφαίμαξη.  

Ο κάμπος τριγύρω θύμιζε μια επίπεδη θάλασσα, με εκείνο το καφεπράσινο του καπνού και σπανιότερα, στα ενδιάμεσα, στα πιο βαλτίσια εδάφη, ξεχώριζαν οι καστανόξανθες κορυφές των καλαμποκιών. Απέναντί μας, υψωμένο σαν νησί, το Παγγαίο. Αρκετά χωράφια ακουμπούσαν στους θαμνώδεις πρόποδες που ανηφόριζαν κλιμακωτά μέχρι να ανυψωθούν στα χίλια εννιακόσια πενήντα έξι μέτρα της κορυφής, όσα και η χρονιά που είχα γεννηθεί. 




Απόσπασμα από το ανέκδοτο αφήγημα “Η εποχή της πίκρας” (2015)

Περιοδικό ΔΕΝΤΡΟ. 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο Γιώργος Περαντωνάκης γράφει για το Ελσίνκι στην Bookpess

   Διπλές ταυτότητες ως μορφές απόκρυψης Bookpress 31/10/2024 Το τελευταίο αυτό μυθιστόρημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη ανήκει καταρχάς στη «λογ...