Θεόδωρος Γρηγοριάδης
“Τα δώρα”
Έκανε κρύο σ' όλη τη χώρα, στα βόρεια χιόνιζε, πάγωναν οι δρόμοι αλλά στο νότο τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα παρά το διαπεραστικό βοριαδάκι.
Θα ταξίδευα εκείνα τα Χριστούγεννα, αρχές δεκαετίας του ενενήντα, όμως χάλασαν τα σχέδια, μπορεί κι ο καιρός ή κάτι άλλο · δεν έχουν σημασία οι λεπτομέρειες (ούτε μπορώ να ανατρέχω στα ημερολόγια, μια στοίβα στριμωγμένες μνήμες). Σημασία είχε ότι για πρώτη φορά θα αναγκαζόμουν να μείνω στη Νέα Σμύρνη, μέρες Χριστουγεννιάτικες, τέσσερα χρόνια αφότου είχα εγκατασταθεί στην όμορφη και κάπως μονότονη συνοικία.
Εδώ λέγανε τα κάλαντα από το πρωί, στο χωριό βγαίναμε μετά το μεσημέρι και τελειώναμε πριν σκοτεινιάσει. Γι αυτό όταν μου χτύπησαν το κουδούνι πετάχτηκα τρομαγμένος · είχα ξενυχτήσει βλέποντας μια ταινία νουάρ της οποίας το τέλος το είχα ξεχάσει το πρωί. Δύο αγόρια μου τραγούδησαν τα κάλαντα έξω από την πόρτα, με τρίγωνα στο χέρι (να κάτι που δεν είχαμε επίσης στο βορρά), ακολούθησαν άλλες τρεις επισκέψεις και μετά ησύχασαν όλα οπότε, λίγο πριν το μεσημέρι, χτύπησε το τηλέφωνο κι ακούστηκε μια ευγενική φωνή, “κύριε Γρηγοριάδη, ήρθαν να σας πουν τα κάλαντα;”.
Ήταν η κυρία Λαμπρίδη από τον πέμπτο, η πρώην ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος που έμενα. “Βεβαίως κυρία Λαμπρίδη, πείτε μου γιατί”. “Δεν ξέρω φέτος τι συνέβη και δεν μας χτύπησαν το κουδούνι, φαίνεται βαριούνται ν΄ ανεβούν εδώ πάνω”.
Την άκουσα τόσο παραπονεμένη που αμέσως, “μην ανησυχείτε, θα σας βρω αμέσως κάποιον” της είπα.
Λες και την είδα να χαμογελάει, θλιμμένη και κομψή όπως ήταν, με ένα κολιέ μόνιμα πάνω από μια σκούρα μπλούζα, “μην κάνετε τον κόπο, δεν πειράζει, αλλά τα έθιμα ξέρετε... μ΄αυτά μεγαλώσαμε”.
Πετάχτηκα στο μπαλκόνι, μένω στον πρώτο που είναι σχεδόν υπερυψωμένο ισόγειο, και έψαξα με το βλέμμα μου κατά μήκος της λεωφόρου Βενιζέλου μήπως φανεί καμιά παρέα παιδιών. Λες και είχαν εξαφανιστεί ομαδικά, μετά την πυρπόληση της Σμύρνης. Στεναχωρημένος, καθώς περνούσε η ώρα, ντύθηκα και, χωρίς να το σκεφτώ, έκανα αυτό που θα έκανα και πριν από είκοσι πέντε χρόνια. Θα ανέβαινα και θα τους έλεγα τα κάλαντα, όχι μόνον επειδή ήταν ένα μοναχικό ζευγάρι, αυτή και ο άντρας της, ο κύριος Ηλίας, αλλά επειδή μου είχαν φερθεί όσο κανείς άλλος στη ζωή μου: με είχαν επιλέξει να αγοράσω εγώ το διαμέρισμα -όχι ότι μου το χάρισαν-αλλά, ανάμεσα στους υποψήφιους αγοραστές, επέμεναν να το πάρω εγώ.
***
Ένα μεγάλο πανώ “ΠΩΛΕΙΤΑΙ” κρεμόταν στο μπαλκόνι του πρώτου, νοίκιαζα παραδίπλα σε ένα στενό διαμέρισμα που το χτυπούσε ο ήλιος μια φορά τον χρόνο. Αυτή όμως η θεόρατη πολυκατοικία μου φαινόταν ακριβή. Τελικά όταν μπήκα μέσα, οπισθοχώρησα μετανιωμένος · ήταν ένα τεράστιο διαμέρισμα κι εγώ ένας καθηγητής του δημοσίου που έβγαζε λίγα χρήματα από τα πνευματικά δικαιώματα των βιβλίων μου.
Ο άνθρωπος, που μου έδειξε το σπίτι, με ρώτησε τι δουλειά έκανα κι εγώ αμήχανος ανέφερα τα παραπάνω πιστεύοντας ότι είναι όλα αρνητικά. Όμως το πιο αρνητικό ήταν η τιμή του ακινήτου. Υπήρχαν στην άκρη κάποια χρήματα από την πώληση ενός οικογενειακού διαμερίσματος στην Θεσσαλονίκη αλλά πώς θα συμπλήρωνα τα υπόλοιπα; Έπρεπε να μιλήσω και με τους γονείς μου πρώτα.
Ο κύριος, που ήταν σαν άτυπος μεσίτης, ζήτησε το τηλέφωνό μου και το ίδιο απόγευμα με παρακάλεσε να πάω κατευθείαν στον πέμπτο και να χτυπήσω το κουδούνι των ιδιοκτητών. Τα πράγματα έγιναν τόσο απλά κι αυτό που θεώρησα αδιανόητο συμφωνήθηκε μέσα σε απόγευμα. Το ζευγάρι, που πλησίαζαν τα ενενήντα, ήθελαν να πουλήσουν το διαμέρισμα σε κάποιον σαν κι εμένα. Έναν συγγραφέα, τέλος πάντων, έναν άνθρωπο των γραμμάτων.
Το διαμέρισμα τους, ήταν γεμάτο παλιά ακριβά έπιπλα ενώ μια μακρόστενη βιβλιοθήκη δέσποζε στο σαλόνι απ΄ άκρη σ΄άκρη στον τοίχο. Πλησίασα διακριτικά να δω τους τίτλους. Θα τις ζήλευε κάθε συλλέκτης εκείνες τις εκδόσεις. Τις ζήλεψα κι εγώ αλλά εγώ δεν ήμουν συλλέκτης, ήμουν ένας υποψήφιος αγοραστής. Ύστερα έμαθα γι αυτούς. Συνταξιούχοι και οι δύο, πρώην γιατρός ο κύριος Λαμπρίδης, εκείνη δεν εργάστηκε ποτέ, όμως...τι έκπληξη! Έγραφε βιβλία τη δεκαετία του εξήντα και εβδομήντα και, χάνοντας σταδιακά την όρασή της, τα παράτησε. Λυπόταν πολύ που δεν διάβαζε, το έκανε ο σύζυγός της μέχρι που κι εκείνος κουράστηκε. Πρόσθεσε, “κάπως έτσι καταλάβαμε πως γεράσαμε, όταν δεν μπορούσαμε να διαβάσουμε μόνοι μας”.
Στην υπογραφή των συμβολαίων ανταλλάξαμε τα βιβλία μας. Εκείνη μου έδωσε τα δικά της κι εγώ τα δύο μου πρώτα. Πώς θα τα διάβαζε όμως; Τα χάϊδευε, έβλεπε θολά, αισθανόταν την υφή τους. Κι εγώ χάρηκα με τα δικά της. Επιστρέφοντας σπίτι τα ξεφύλλισα, οκτώ βιβλία συνολικά, τέσσερα μυθιστορήματα, δύο συλλογές διηγημάτων και δύο ταξιδιωτικά · περιποιημένες εκδόσεις, τυπωμένες σε καλά τυπογραφεία. Τα έβαλα στο ράφι και υποσχέθηκα στον εαυτό μου να τα διαβάσω κάποια στιγμή. Μπορεί και η υπεροψία του νεαρού συγγραφέα, που ανήκε σε έναν γνωστό εκδοτικό οίκο, να με απέτρεψε να τα ξεκινήσω αμέσως.
***
Καθώς ανέβαινα λαχανιασμένος τις σκάλες, γιατί αποφεύγω τα ασανσέρ λόγω κλειστοφοβίας, σκεφτόμουν ότι πήγαινα επάνω χωρίς να κρατάω κάτι στο χέρι αλλά μετά μπήκα στο πνεύμα της εποχής. Μα θα' λεγα τα κάλαντα, δεν θα΄κανα μια τυπική επίσκεψη κάτι που δεν θα επαναλήφθηκε μετά την αγορά του διαμερίσματος. Ωστόσο συναντιόμασταν τακτικά στην είσοδο της πολυκατοικίας γιατί το ζευγάρι έβγαιναν να περπατήσουν απέναντι στο άλσος.
Χτύπησα το κουδούνι και άκουσα τη φωνή της: “Για τα κάλαντα είναι, Ηλία”.
“Τέτοια ώρα;”
Άνοιξε η ίδια την πόρτα και από δίπλα ο άντρας της.
Με αναγνώρισαν αμέσως.
“Να τα πω;”
Πρέπει να ξαφνιάστηκαν. Κι εγώ άρχισα, “Καλήν εσπέραν άρχοντες...”. Τα τραγούδησα στο κατώφλι όπως έπρεπε, φωναχτά, μελωδικά, να ακουστούν σ΄όλο το σπίτι, σε κάθε δωμάτιο, μέχρι τα ράφια της ζηλευτής βιβλιοθήκης και στα βαθιά πατάρια. Τελειώνοντας, και με τις ευχές τους, κάθισα σε μια ογκώδη μπερζέρα όπου με κέρασαν κουραμπιέδες με λικέρ.
“Σ' ευχαριστούμε πολύ. Κλειστήκαμε εδώ πάνω και άνθρωπος δεν πατάει”.
Από τον πέμπτο έβλεπες το άλσος και στο βάθος την Ακρόπολη. Όμως με θλίψη αναρωτιόμουν τι μπορεί να έβλεπαν, ποιον ορίζοντα, ποια θέα;
Η κυρία Λαμπρίδη, κομψή όπως πάντα, ελέγχοντας πλήρως τον χώρο, πλησίασε στα ράφια της βιβλιοθήκης και, χωρίς δισταγμό, τράβηξε ένα βιβλίο και άλλο ένα παραδίπλα.
“Τα δώρα σου” μου είπε μιλώντας μου σαν σε παιδί.
Έγραφε στο ένα εξώφυλλο, Ο ύπνος του θεριστή του Στρατή Τσίρκα, “Αλεξάνδρεια 1954”, χωρίς άλλα στοιχεία ταυτότητας και στο δεύτερο, Δέντρα στο χιόνι (Έθαν Φρομ) της Edith Wharton, Ίκαρος 1956.
Άστραψαν στα χέρια μου. Με ρώτησαν ευγενικά κάποια πράγματα και πάνω εκεί έμαθα ότι ο μοναδικός τους γιος, ζούσε στην Βραζιλία, παντρεμένος, μπορεί και να χώρισε, πάντως εγγόνι δεν είχαν. Πάνω στον μπουφέ υπήρχαν μια σειρά φωτογραφίες του, βαλμένες χρονολογικά, στην φύση και στη θάλασσα, όμορφο παιδί αγέλαστο. Ωστόσο τους τηλεφωνούσε κάθε μήνα κι αυτό με δυσκολία, μου είπε η κυρία Λαμπίρη, “με το ζόρι μιλάει ελληνικά, ποιος; Αυτός που διάβαζε και έγραφε καθημερινά ημερολόγιο”.
Ξεχείλιζε από παράπονο. Ήταν Σμυρνιοί, είχαν έρθει λίγο νωρίτερα από την Μικρασιατική καταστροφή και στην θέση της επιβλητικής πολυκατοικίας, χτίσανε ένα διώροφο, με καρπερό κήπο. Εντελώς εξοχή. Ύστερα το έδωσαν αντιπαροχή και πήραν τρία μεγάλα διαμερίσματα. Η πολυκατοικία που υψώθηκε, από τις πρώτες στην προσφυγική συνοικία, ήταν χάρμα οφθαλμών, ερχόντουσαν απέξωκαι τη φωτογράφιζαν. Όμως έπρεπε να ξεφορτωθούν τα διαμερίσματα, πληρώνανε πολλούς φόρους κι δεν σκόπευαν να πληρώνουν μέχρι το τέλος τους.
Ανήμποροι, ερχόταν καθημερινά μια Πολωνή για τις σπιτικές δουλειές αλλά, παραμονή των Χριστουγέννων, της είχαν δώσει ρεπό.
“'Εσείς, δεν πήγατε στους γονείς σας;”
Τους εξήγησα ότι πρώτη φορά έμενα τις γιορτές στην Αθήνα και τους απέκρυψα ότι τις βαριόμουν · ειδικά τα Χριστούγεννα με βάρυνε μια αδιόρατη θλίψη, υγρή και βουνίσια, φερμένη από το βάθος των παιδικών μου χρόνων. Έναν χρόνο πριν είχα πάει με φίλους στο Λονδίνο και ξεσαλώσαμε στα κλαμπ, στους δρόμους, στα μουσεία και στα βιβλιοπωλεία.
Επίσης τους είπα ψέμματα ότι την επομένη, ανήμερα των Χριστουγέννων, θα πήγαινα στη νονά μου, που ζούσε (πράγματι) στην Νέα Ιωνία, όπου είχαν εγκατασταθεί εκεί από χρόνια. Είχαν παντρέψει τους γονείς μου και είχαν βάφτισαν εμένα και τον αδελφό μου πριν φύγουν από το χωριό πουλώντας τον μοναδικό μύλο.
“Και του χρόνου” είπα φεύγοντας.
“Αν είστε εδώ μακάρι” είπε η κυρία Λαμπρίδη, “εκτός αν δεν είμαστε εμείς” αναστέναξε.
Τελικά κανόνισα, τα επόμενα έξι χρόνια, όσα έζησε η κυρία Μάρω (γιατί πρώτος έφυγε ο σύζυγός της) να μην φεύγω ποτέ παραμονές Χριστουγέννων. Πρώτα θα της έλεγα τα κάλαντα, με την ώριμη φωνή μου, όχι απαραίτητα κακόφωνη-το είχαμε στο σόι μας, η μάνα μου τραγουδούσε καλλίφωνα κι ο πατέρας έπαιζε κιθάρα.
Σ΄αυτά τα λίγα χρόνια τα δώρα των Χριστουγέννων πλήθαιναν ενώ άδειαζε διακριτικά η βιβλιοθήκη της. Μάλιστα τις επόμενες χρονιές κατέβαινα φορτωμένος με σπάνια βιβλία, χαρές να δεις. Ανάμεσά τους σπάνιες αγγλόφωνες εκδόσεις με ποιήματα του Όσκαρ Γουάιλντ, ιστορίες του Στήβενσον, το “Μπενίτο Σερένο” του Μέλβιλ, η τραγωδία του Βολταίρου “Φανατισμός” τυπωμένη το 1848 στην Ερμούπολη, μια σπάνια έκδοση των πεζών του Καβάφη στις εκδόσεις Φέξη του 1963 και πολλές πρώτες εκδόσεις του Φώτη Κόντογλου τον οποίο είχε προλάβει να γνωρίσει.
Μ' έτρωγε το άγχος, βέβαια, τι θα απογινόταν η βιβλιοθήκη τους-κάτι που δεν το' μαθα ποτέ. Όταν έφυγε κι εκείνη από τον κόσμο αυτό, ο γιος δεν εμφανίστηκε ποτέ και ο άτυπος μεσίτης άδειασε σε μια μέρα το διαμέρισμα, καλοκαίρι, ενόσω βρισκόμουν στο Παγγαίο.
Το διαμέρισμα πουλήθηκε τελικά σε μια οικογένεια με την οποία, χρόνια μετά, έχουμε μιαν απλή καλημέρα και η μόνη σχέση τους με τα βιβλία είναι οι κατάλογοι των ΙΚΕΑ. Ευγνωμονώ το ζευγάρι που με επέλεξαν για αγοραστή και μου έκαναν απίστευτες διευκολύνσεις μέχρι να το ξοφλήσω αντί να το δώσουν σε κάποιους με έτοιμο ρευστό στο χέρι.
Ώσπου, επιστρέφοντας από τις διακοπές μου, μου τηλεφώνησε ο άτυπος μεσίτης και, αφού με ενημέρωσε για την πώληση, μου είπε ότι είχε ένα δέμα, “μάλλον ένα βιβλίο”, του το΄ χε αφήσει η κυρία Λαμπρίδη. Μ' έφαγε η αγωνία μέχρι να δω τι ήταν. Και όταν χτύπησε την πόρτα έτρεμα κυριολεκτικά. Πίστευα ότι θα ήταν κάτι ιδιαίτερο · και πράγματι ήταν τα ημερολόγια του γιου της που άφησε ή ξέχασε (;) φεύγοντας για την Βραζιλία.
Μέσα, σε μια λευκή σελίδα, ακατάστατα γραμμένα, έλεγε η κυρία Μάρω: “Αγαπητέ Θόδωρε, διάβασε εσύ το ημερολόγιο του γιου μου, εγώ δεν είχα μάτια και καρδιά ούτε ήθελα να μου το διαβάσει κάποιος άλλος. Ελπίζω να μάθεις πολλά για μας και για εκείνον. Και αν θέλεις κάνε μας βιβλίο. Σ' ευχαριστούμε για τα κάλαντα, να γράφεις και να τραγουδάς πάντα όμορφα”.
Δεν έγραψα τίποτε-ακόμη... Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία και καθόλου χριστουγεννιάτικη.
Νέα Σμύρνη. Οκτώβριος 2021
Για το περιοδικό (δε)κατα
Υπεροχο. Θοδωρή μου !
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγκινητικό πολύ..
Και στο μελλον ...ξερεις εσύ..
Ελλη Ν.