Σκέψεις για τη «Νύφη που (δεν) φεύγει», διήγησης συμπεριλαμβανομένης στη συλλογή διηγημάτων του Θεόδωρου Γρηγοριάδη «Η νοσταλγία της απώλειας», εκδ. Πατάκη
Αν το μυθιστόρημα είναι το βαρύτιμο περιδέραιο της αυτοκράτειρας μυθοπλασίας, το διήγημα είναι το λαμπερό μαργαριτάρι που στολίζει τους λοβούς των αυτιών της. Απουσία των ευσύνοπτων πετραδιών, το κεφάλι της αυτοκράτειρας δεν φωτίζεται επαρκώς. Μολαταύτα, παραμένει γεγονός πως οι εκδοτικοί οίκοι, και αναφέρομαι στην Ελλάδα, δεν προτιμούν ούτε προκρίνουν την έκδοση συλλογών διηγημάτων: δεν τα θεωρούν αρκούντως χορταστικά για να κορέσουν την αναγνωστική βουλιμία. Οι εκτεταμένες σε πολλές σελίδες πλοκές που εγγυώνται οι πολυπρόσωπες συνάξεις ηρώων στο ένα και το αυτό αφηγηματικό σύμπαν προτιμώνται σαφώς. Εντούτοις, τα διηγήματα συνεχίζουν να διατηρούν το μάλλον πιο ευάριθμο, αλλά ασφαλώς φανατικά πιστό κοινό τους. Ευτυχώς!
Κατά την ανάγνωση της συλλογής διηγήσεων του Θεόδωρου Γρηγοριάδη Η νοσταλγία της απώλειας (Πατάκης 2022) επιβεβαίωσα για άλλη μια φορά την προτίμηση και εκτίμησή μου στη μικρή φόρμα. Επανεπιβεβαίωσα, επιπλέον, πως για όποιον θελήσει να κάνει μια ελάχιστη έστω κριτική ή ερμηνευτική αποτίμηση μιας συλλογής διηγημάτων υπάρχει εξαρχής ο κίνδυνος να παραλείψει πολλά στοιχεία και να καταλήξει να διατυπώσει τελικώς κάποιες γενικές εκτιμήσεις που θα αδικήσουν το πολυμελές και πολυσχιδές όλον: σε κάθε μία διήγηση ανοίγουν κόσμοι, εντυπώσεις, επισημάνσεις, θεματικά μοτίβα, σχόλια, τοπία και οπτικές, τα οποία διανύουν την καμπύλη τους και κλείνουν τον παλλόμενο κύκλο τους λίγες σελίδες παρακάτω. Ασφαλώς, οι διηγήσεις της συλλογής συνδέονται οργανικά. Αν όμως κάποιος επιλέξει, αντί να ορίσει και να περιγράψει το οργανικό όλον, να σταθεί και να μελετήσει το μέρος, δεν θα έχει κατορθώσει μία αντίστροφη πορεία προσέγγιση της συλλογής;
Επιλέγω να εστιαστώ στη διήγηση με τον τίτλο «Η νύφη φεύγει», από τον πρώτο εκ των τριών κύκλο της συλλογής, ο οποίος επιγράφεται «Η νοσταλγία της απώλειας». Πρόκειται για τον βορειοελλαδίτικο και θρακιώτικο κύκλο της συλλογής, βασισμένον σε αναμνήσεις και εντυπώσεις από τη δεκαετία του 1970 και εξής. Το γεγονός πως ο θεματικός πυρήνας αντλεί από αυτοβιογραφικό υλικό, που είχε παραμείνει στα σημειωματάρια του συγγραφέα για δεκαετίες, γίνεται αντιληπτό εξαρχής. Εντούτοις, οι διηγήσεις που σχηματίζουν την αποσπασματική προσωπική ιστορία αναπτύσσονται και συνδυάζονται με τέτοιον τρόπο, ώστε να καταλήξουν αυτομυθοπλαστικές και όχι αυτοβιογραφικές του συγγραφέα που αφηγείται σε α΄ πρόσωπο.
Η διήγηση που αφορά τη νύφη που (δεν) φεύγει εκτυλίσσεται σε χώρο τυπικό και γνώριμο και από άλλες αφηγήσεις του Γρηγοριάδη: ο αφηγητής κινείται στον δημόσιο δρόμο, που πλαισιώνεται από το δάσος με τα δροσερά του ανοίγματα, από τα οποία προβάλλει ο θρακικός κάμπος, στιγματισμένος από τα κοπάδια των αγελάδων και φυτρωμένος μυρωδική ρίγανη, για να καταλήξει σε ένα μειονοτικό καπνοπαραγωγικό χωριό, παραδομένο στη ζέστη. Στο χωριό αυτό κατοικεί προσωρινά ένας φίλος που εργάζεται «στο φράγμα λίγο παραπάνω, μπας και μαζευτεί νερό για το διψασμένο χώμα. Χρόνια κωλυσιεργούσε το έργο, πήγαινε από προκήρυξη σε ακύρωση και πάλι από την αρχή, σταγόνα δεν μαζευόταν» (σελ. 92). Το αίσθημα της δίψας εμφανίζεται από την αρχή κυρίαρχο να μαστίζει όχι μόνο το τοπίο, αλλά και τα πρόσωπα της ιστορίας.
Ο αφηγητής, την ώρα που πίνει την μπύρα του στην ταβέρνα της πλατείας, γίνεται μάρτυρας μίας νυφιάτικης πομπής, που πολύ δείχνει να τον ιντριγκάρει: «Θέλω να γράψω, του λέω, μια ιστορία για εκείνη τη μέρα, για τη νύφη που την πήγαιναν στον γαμπρό με όργανα και χορούς, με νταούλια και ζουρνάδες που όσο πλησίαζαν μας ξεκούφαιναν και οι άντρες χόρευαν εκστατικά, μεθυσμένοι εντελώς, γύρω από μια μαύρη BMW μέσα στην οποία καθόταν η νύφη, και ένας κοστουμαρισμένος τύπος οδηγούσε με μηδαμινή ταχύτητα μέχρι το σπίτι των πεθερικών, όπου θα την παρέδιδαν στον γαμπρό.» (σελ. 93) Αυτή η σκηνή αποτελεί και το πρώτη ισχυρή εντύπωση, πάνω στην οποία θα δομηθεί η ιστορία.
Η δεύτερη εντύπωση είναι εντελώς διαφορετική: «Να τι ήθελα να θυμηθώ! Εκείνο το μπαρ στη μέση του κάμπου, για αγρότες και εργάτες, που είχε στηθεί αφότου ξεκίνησε το φράγμα. Η Ρωσίδα είχε βάλει μέσα κορίτσια, πίσω υπήρχε ένα δωματιάκι για πιο ιδιαίτερες στιγμές, απέξω τρακτέρ και αγροτικά.» (σελ. 93)
Ουδόλως δείχνουν να συνδέονται αυτές οι δύο ισχυρές εντυπώσεις, από τη μια της νυφιάτικης πομπής κι από την άλλη του μπαρ στη μέση του πουθενά. Τι σχέση μπορεί να έχει η πειθήνια μουσουλμάνα που οδηγείται τελετουργικά στον γαμπρό της με τα πρόθυμα κορίτσια της Ρωσίδας που παρηγορούν με τα κορμιά τους τους ζαλισμένους από τη ρωσική βότκα εργάτες του φράγματος;
Στο μυαλό, όμως, του αφηγητή παραμένει επί μακρόν η πεποίθηση πως οι εντυπώσεις αυτές επικοινωνούν υπόγεια και πως αν ανακαλύψει/επινοήσει αυτή τη λανθάνουσα διασύνδεση θα κατορθώσουν να αποτελέσουν μία ιστορία. (Καθώς, όσο παραμένουν ασύνδετες αποτελούν μόνο δύο ενδιαφέρουσες περιγραφές.) Ο φίλος του αφηγητή Δημήτρης, μάλιστα, τον διαβεβαιώνει: «Μα δεν συνέβη κάτι εκείνη τη μέρα.» Ο αφηγητής, όμως, δεν πείθεται. Επινοεί τη διασύνδεση, η οποία και θα αποτελέσει και την εξέλιξη και κορύφωση της ιστορίας.
Οι κοινωνικές συνθήκες, εξάλλου, και οι καταστάσεις στις οποίες αυτές οδηγούν είναι επιβεβαιωμένες από την πραγματικότητα. Η μουσουλμάνα νύφη οπωσδήποτε θα οδηγηθεί στο σπίτι των πεθερικών της, ενδεχομένως δυσφορώντας – ο αφηγητής είναι πολύ μακριά για να δει – μπορεί όμως να φανταστεί, δήθεν ενθυμούμενος, «τα νταούλια και τους ζουρνάδες, τις χλωμές λάμπες στα στενόδρομα, τους ασκούπιστους δρόμους, τη νύφη καθηλωμένη στο άρμα του γάμου, […], η νύφη να σκύβει ανυπόμονα να δει πότε θα παραμερίσουν οι μεθυσμένοι πολιορκητές για να συναντήσει επιτέλους τον γαμπρό, ούτε τριακόσια μέτρα δεν είχαν απομείνει, όλα θα τελείωναν τότε, μετά θα έμπαιναν στο αυτοκίνητο, εκείνη φορώντας μαντίλα, φορτωμένη δώρα, και θα ταξίδευαν ώρες, διασχίζοντας χώρες, διανυκτερεύοντας σε μοτέλ, θα έφταναν στην Ολλανδία, σε μια συνοικία κοντά σε εργοστάσια, θα έμεναν σε ένα σπίτι σαν των άλλων εργατών, δικοί τους είναι οι περισσότεροι, οι δικοί τους μουσουλμάνοι, Έλληνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.» (σελ. 95)
Η απομάκρυνση από τη μητριά πατρίδα είναι όχι απλώς πιθανή, αλλά βέβαιη. Το κορίτσι είναι καταδικασμένο, με το που θα βγάλει το νυφικό του, να ντυθεί τη ρόμπα εργασίας της βιομηχανικής εργάτριας, της μετανάστριας στην άλλη εκείνη στιβαρή ακόμη οικονομικά Ευρώπη των εργοστασίων που αναζητούν και απασχολούν φτηνό εργατικό δυναμικό. Ο αφηγητής δεν επιθυμεί ένα τέτοιο μέλλον για τη νύφη του. Οπότε και αναφωνεί: «Όχι, δεν πρέπει η νύφη να τον ακολουθήσει.» Αλλά και πού να πάει;
Στην εξέλιξη του διηγήματος, η οποία και θα παρακολουθήσει τη λανθάνουσα εκείνη διασύνδεση των δύο φαινομενικά άσχετων περιγραφών, η νύφη θα φύγει και θα καταφύγει στο μόνο μέρος όπου μπορεί να πάει και το οποίο ίσως και να είναι δυνατόν να της δώσει μία θύρα εξόδου από το προδιαγραμμένο μέλλον της, από την ασφυκτικά εκείνη ζεστή μέρα του Αυγούστου, οπότε το χώμα και οι άνθρωποι διψούν: στο Bar Baikal. Δίνει μια σπρωξιά στους περιτμημένους μεθύστακες, ανασηκώνει το νυφικό της και τρέχει στο μπαρ. Η Ρωσίδα την καλοδέχεται: «Έλα εδώ, κορίτσι μου, θα σε βρει αν θέλει ο γαμπρός, όλοι από εδώ περνάνε, κι αν δεν έρθει, εμείς έχουμε να πάμε κι αλλού, μεθαύριο ξεστήνουμε, τελειώνει το φράγμα». (σελ. 95)
Το διήγημα ολοκληρώνεται με μία σειρά ανατροπών, τις οποίες και δύσκολα θα επέτρεπε η αληθινή ζωή: το φράγμα ολοκληρώνεται, πράγμα που σημαίνει πως ο φρυγμένος κάμπος επιτέλους θα υδροδοτηθεί επαρκώς και θα βλαστήσει, η νύφη δραπετεύει από τη μοίρα της ύπανδρης βιομηχανικής εργάτριας, επιλέγοντας την ελεύθερη ή ελευθέρια ζωή που επ’ ουδενί τρόπω θα της επέτρεπε το κοινωνικό και θρησκευτικό της υπόβαθρο, ενώ το μπαρ «Βαϊκάλη» συνεχίζει το γεωγραφικό του ταξίδι, προκειμένου να προσφέρει ξανά την ανάπαυλα και τον ανακουφιστικό έρωτα (έστω και επί πληρωμή) στους όπου γης καταπονημένους εργάτες των χωραφιών και των δημοσίων έργων, αλλά και την παγωμένη ρωσική του βότκα, τη «φτιαγμένη από τα νερά της πιο βαθιάς λίμνης του πλανήτη, της λίμνης Βαϊκάλης» (σελ. 95) Ο άνυδρος κάμπος (της Θράκης) / ο άνυδρος κόλπος (της νύφης) / ο άνυδρος λάρυγγας (των εργατών και αγροτών) ενυδατώνονται επιτέλους, οπότε και απομακρύνεται προς στιγμήν το ενδεχόμενο της ξηρασίας και της ξηρότητας και της αποξήρανσης του τόπου και των ανθρώπων.
Η υγρασία, επομένως, εγγυάται την καρποφορία, την ευτυχία και την ευημερία του τόπου και των ανθρώπων. Η μυθική λίμνη Βαϊκάλη είναι ανεξάντλητη, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας καμίας, το νερό της θα φτάσει για όλους. Το φράγμα που στήθηκε θα συγκρατήσει και θα διαχειριστεί την επάρκεια του νερού. Ο αφηγητής μετέβαλε το ασυνεχές και αποσπασματικό των επεισοδίων σε μία ιστορία απελευθέρωσης με οικονομημένη εσωτερική διασύνδεση, οργάνωση και σκοπό, οπότε και ο κόσμος απέκτησε νόημα από την αρχή. Γιατί, όταν αυτό το νόημα χάνεται, χανόμαστε κι εμείς. Με την ολοκλήρωση ανάγνωσης της διήγησης / διηγήματος αυτού καθησυχαζόμαστε. Κι ας ανέλαβε τον ρόλο της κλωστής που ενώνει τα αποσπάσματα των εντυπώσεων μιας εκδρομής σε ένα πολύχρωμο patchwork ο οραματισμός του αφηγητή.
Με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης της νύφης που (δεν) φεύγει αλλά και των υπόλοιπων διηγήσεων που συναπαρτίζουν τη Νοσταλγία της απώλειας, οραματίζομαι κι εγώ τον αφηγητή / συγγραφέα που, κατά δική του ομολογία, δεν αυτοβιογραφείται αλλά αυτομυθοπλάθει/-εται, τις στεγνές και απειλητικές νύχτες της καραντίνας να ανακατεύει τα συρτάρια του και τον βυθό της μνήμης του, ανασύροντας θραύσματα στιγμών και εικόνων που με κόπο πρόκειται στη συνέχεια να προάγει σε απροσδόκητες και καλογραμμένες ιστορίες. Η αφοσίωση, η επάρκεια και η ικανότητά του είναι, εξάλλου, από παλιά γνωστές και αναγνωρισμένες. Κι αν τα θραύσματα αυτά τού υπενθύμισαν τις απώλειες που αναγκαστικά βίωσε, όπως και όλοι μας αναγκαστικά βιώνουμε, άλλος σε μεγαλύτερο και άλλος σε μικρότερο βαθμό, τού υπενθύμισαν επίσης και τον άνθρωπο που υπήρξε τότε που τις βίωνε. Ο χρόνος είναι, άλλωστε, συντριπτικός: όλα τα αμβλύνει και τα ξεθωριάζει, και μαζί μ’ όλα τ’ άλλα και τις απώλειες. Τολμώντας, όμως, να νοσταλγήσουμε την απώλεια εξανθρωπιζόμαστε. Και είναι, μάλλον, αυτό το νόημα του τίτλου της συγκεκριμένης συλλογής διηγημάτων που στην αρχή μου φάνηκε κάπως οξύμωρος: καθώς πολλά είναι όσα νοσταλγούμε, τις απώλειες, όμως, τείνουμε να τις εγκαταλείπουμε στις σκοτεινές καμπές του παρελθόντος μας. Ως εκ τούτων, η νοσταλγία της απώλειας δεν μπορεί παρά να ιδωθεί ως μία επαναστατική και τολμηρή ενέργεια, την οποία με επιτυχία ανέλαβε και έφερε σε πέρας ο αφηγητής.
* Η Ασημένια Σαράφη γεννήθηκε το 1973. Μεγάλωσε στον Άγιο Λαυρέντιο Πηλίου. Σπούδασε στο Τμήμα Φιλολογίας του Α.Π.Θ., με ειδίκευση στη Νεοελληνική Λογοτεχνία. Η μεταπτυχιακή διατριβή της εστιάζεται στη διαπλοκή μύθου και Ιστορίας στο πεζογραφικό έργο του Νίκου Μπακόλα. Εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία της: Το παράδοξο ταξίδι της εφηβείας της (νουβέλα, Καστανώτης 1998), Platanus Orientalis. Οι διακλαδώσεις μιας ασυνήθιστης ιστορίας (μυθιστόρημα, Πατάκης 2003), Φεγγαράδα στο δέρμα (διηγήματα, Πατάκης 2007), Αρόδο (μυθιστόρημα, Πατάκης 2011), Ο παππούς δεν θα ψηφίσει φέτος (μυθιστόρημα, Κλειδάριθμος 2022).
Δημοσιεύτηκε στο Fractal 23/08/23
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου