” Των ψυχών και των σωμάτων”
του Θεόδωρου Γρηγοριάδη
Το φιλόξενο σπίτι της Έλλης μας υποδέχτηκε άλλη μια φορά, όχι όμως για εορταστικούς λόγους. Είχε χάσει τον πατέρα της πριν σαράντα ημέρες και περάσαμε να πιούμε ένα καφέ στη μνήμη του. Ωραίος άνθρωπος ο κυρ Νίκος. Ζεστός και ήρεμος, καθόταν στην πολυθρόνα του και διάβαζε με τις ώρες ιστορικά βιβλία, ώρες πολλές. Τώρα οι στάχτες του αναπαύονταν σε μία τεφροδόχο, τοποθετημένη σε ένα μαρμάρινο ράφι στη βεράντα, στο ίδιο μέρος όπου καθόταν κι εκείνος όταν έκανε καλό καιρό.
Η αδελφή της Έλλης, η Άννα, έβαλε μια πίτα στο φούρνο, άνοιξε δικό της φύλλο, μύριζε σπιτικό το διαμέρισμα, είχαν πιάσει οι ζέστες του Μαίου, καθόμασταν έξω κι εμείς συζητώντας για εκείνον που έφυγε ·στάθηκε τυχερός με δύο κόρες που τον φρόντιζαν μέχρι την τελευταία του στιγμή. “Πράγματι τυχερός”, τόνισε ο Αργύρης, ο εικαστικός, που ζούσε παραδίπλα και επισκεπτόταν τακτικά τα κορίτσια. Κάπνιζε στριφτό, μόνον αυτός (τον είχα γνωρίσει πρόσφατα), ήταν ένας ομιλητικός, υπερκινητικός, πενηντάρης και ο μικρότερος στην παρέα των συνταξιούχων.
Κόντευε μία μεσημέρι όταν απέναντι σε μία ανακαινισμένη, στενόμακρη, πολυκατοικία είδαμε έναν τύπο με μαγιό να βγαίνει από το δώμα της ταράτσας. Το δώμα (αυθαίρετο ή πρώην πλυσταριό) βρισκόταν στο ίδιο ύψος με το δικό μας μπαλκόνι αλλά στο βάθος γιατί μεσολαβούσε ένα χαμηλότερο κτίριο, το 87ο Δημοτικό Σχολείο. Εκεί πάνω στην ταράτσα, είχαν φτιάξει μια μικρή, υπερυψωμένη, πισίνα. Ο άντρας ανέβηκε μερικά σκαλοπάτια και βούτηξε μέσα. Ξεχώριζε μόνον το κεφάλι του ενώ προσπαθούσε να κολυμπήσει σε μια έκταση νερού που-λογικά- αντιστοιχούσε στο άνοιγμα των χεριών του.
Η Έλλη μας θύμισε ότι παλιότερα στην ίδια πολυκατοικία, στεγαζόταν μια βιοτεχνία, κάτι τέτοιο. Με την οικονομική κρίση έκλεισε, κατέρρεε η οικοδομή αλλά να που η πρόσφατη τουριστική ζήτηση μετέτρεψε το άχαρο κτίσμα σε περιζήτητο Airbnb συγκρότημα διαμερισμάτων. Και γιατί όχι; Το μετρό του Κεραμεικού απείχε μόλις διακόσια μέτρα, αρκετά δωμάτια είχαν θέα την Ακρόπολη, ενώ το δώμα έβλεπε στο βάθος τον Πειραιά -ακόμη και τα φασαριόζικα τρένα που περνούσαν από κάτω ήταν αξιοθέατα μιας άλλης εποχής.
Λίγο μετά τον άντρα, εμφανίστηκε μια κοπέλα με μπικίνι και, αφού πήρε μερικές βαθιές ανάσες, βυθίστηκε και αυτή στην πισίνα. Θα χώραγαν δύσκολα οι δύο τους αλλά μάλλον βολεύτηκαν αφού σύντομα τα δύο σώματα έγιναν ένα. Αγκαλιές, φιλιά ρουφηχτά, μα δεν σιχαίνονται το χλωριούχο νερό; σχολιάσαμε.
Η πίτα στο μεταξύ βγήκε ζεστή, τραγανιστή, μοσχοβολούσε χόρτα και μυρωδικά. Η Άννα ετοίμαζε και τους καφέδες, ελληνικό, δεν πίνεις καπουτσίνο στη ψυχή ενός πεθαμένου…
“Μα τι κάνουν αυτοί εκεί”, ρώτησε η Άννα, ρίχνοντας μια αδιάφορη ματιά.
“Μάλλον το κάνουν”, σχολίασε γελώντας ο εικαστικός, στερεώνοντας τα σκούρα γυαλιά του επάνω στη μύτη. Το ζευγάρι δεν ξεκόλλαγε…
Στο μεταξύ η κουβέντα μας γινόταν πιο κοφτή και μετρημένη, τα βλέμματα μας αναγκαστικά είχαν προσανατολιστεί προς το ερωτικό δρώμενο. Το ζευγάρι βγήκαν από την πισίνα μουσκεμένοι, κάτω από το μαγιό του άντρα διαγραφόταν η στύση του-ο Αργύρης αναμετάδιδε κάθε λεπτομέρεια. Καλοσχηματισμένα κορμιά, “τριαντάρης εκείνος, εικοσιπέντε αυτή”, υπολόγισε ο Αργύρης.
Εκείνοι όμως στον κόσμο τους, δεν ασχολιόταν με τον περίγυρο λες και ήταν μόνοι στον αττικό ορίζοντα, υπερόπτες και αυτάρκεις (όσα δεν είμασταν όλοι εμείς). Ξάφνου, με μια συγχρονισμένη κίνηση, πέταξαν τα μαγιό. Ο άντρας ξάπλωσε ανάσκελα σε μια ξαπλώστρα και η γυναίκα κάθισε πάνω του αντικριστά και άρχισε να ανεβοκατεβαίνει. Οι κινήσεις τους ρυθμικές, συγχρονισμένες. Το κεφάλι της μπρος-πίσω, τα βρεγμένα μαλλιά της έπνιγαν το πρόσωπο του εραστή.
Σιωπή, εμείς, μούγγα, μήπως κι ακούγονταν κανα αναστεναγμός αλλά πώς! Περνούσε ξεφυσώντας μια αμαξοστοιχία -ούτε που θα την άκουσαν οι παθιασμένοι εραστές. Αλλαγή στάσης. Όρθιοι, ακουμπώντας στο τοιχάκι της πισίνας. Η Άννα αποτραβήχτηκε στην κουζίνα και η Έλλη την ακολούθησε λέγοντας “αν τελειώσουν πείτε μου”. “Χύθηκε ο καφές !” φώναξε η Άννα. Τα κορίτσια βρίσκονταν σε μια γλυκιά υπερένταση- συνηθισμένες να ζούνε μόνες, δική τους επιλογή.
Ο Αργύρης, εμφανώς ερεθισμένος, με κοίταξε μέσα από τα γυαλιά του. “Καλά, τι θα δούμε ακόμη”. Όμως δεν βλέπαμε πια γιατί το ζευγάρι βούτηξαν να ξεπλυθούν στην πισίνα. Πάντως δεν είχαν τελειώσει. Ξαναβγήκαν, εκείνος κάθισε στα σκαλάκια της πισίνας κι αυτή έσκυψε πάνω στα ανοιχτά του σκέλια. Δεν μπορώ να το πω πιο λογοτεχνικά. Ο Αργύρης υπαινίχθηκε ότι ο άντρας ήταν προικισμένος και περιτμημένος · προσωπικά δεν είχα το πεόμετρο στο μάτι ούτε ανάλογη οπτική οξύτητα…Μπήκα στην κουζίνα και παραπονέθηκα για τους δύο ανερχόμενους καταρράκτες, “καλές μου, δεν βλέπω καθαρά, μόνον περιγράμματα”.
Η Έλλη γελώντας έτρεξε στο καθιστικό και επέστρεψε με ένα ζευγάρι κυάλια θεάτρου, παρμένα από κάποια ευρωπαϊκή αίθουσα θεάτρου (δεν είναι της ώρας οι αναδρομές, να τους προλάβουμε). Να ΄μαι πάλι στην βεράντα, ο εικαστικός ταίριαζε το καβάλο του. Οι απέναντι συνέχιζαν, αυτός είχε γείρει το κεφάλι και τιναζόταν με σπασμούς. Εκείνη ανασηκώθηκε, μπήκε στο δώμα, να τη τώρα με το κινητό · άρχισαν να αυτοφωτογραφίζονται ολόγυμνοι. Όταν τελείωσε και η φωτογράφιση χώθηκαν στο δώμα για να εμφανιστούν αυτή τη φορά τυλιγμένοι με παρεό και ένα ποτό στο χέρι τους.
“Μοχίτο …” είπε με σιγουριά ο Αργύρης.
“Άσε μας βρε, Αργύρη, πώς το κατάλαβες;”
“Μα δεν βλέπεις τα φυλλαράκια της μέντας;”
Ρουφούσαν τα ποτά ο ένας από το στόμα της άλλης, έσταζαν στα ημίγυμνα κορμιά τους…
Η Έλλη έφερε τους καφέδες και το σπιτικό λικέρ. “Κράνα! Καλά για τη διάρροια, σφίγγει ο κώλος” ξεστόμισε ο εικαστικός.
Κάπως χαλάρωσε η ατμόσφαιρα. “Δεν είναι και πολύ δυνατά τα κυάλια σου, ‘Ελλη, θα σου κάνω δώρο ένα κανονικό ζευγάρι”. Εκείνη μου είπε γελώντας, “δεν χρειάζεται, είμαι χορτασμένη στο μάτι και στο σώμα. Πάντως τον μπαμπά μια χαρά τον βόλευαν”.
“Θεός σ’ χωρέστον…”
Με ανασηκωμένα τα φλιτζανάκια του καφέ-σας το ορκίζομαι!- είδαμε τους απέναντι να υψώνουν τα δικά τους ποτήρια, να πίνουν στην υγειά μας. Ναι, ολοφάνερα μας είχαν δει, μας είχαν εντοπίσει, μπορεί και να μας χάρισαν το θέαμα στην ταράτσα. Μακάρι να τους έβλεπε και ο συγχωρεμένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου