Τετάρτη 19 Απριλίου 2023

Η φωνή του συγγραφέα και το φύλο της αφήγησης στο "Τρίτο στεφάνι"



«Τίνος φωνή είναι Αυτή;» 

(Η φωνή του συγγραφέα και  το φύλο της αφήγησης στο Τρίτο Στεφάνι)



Είναι ίσως το μοναδικό κείμενο στην ελληνική λογοτεχνία του 20ου αιώνα που εξ αρχής δήλωσε την ετερότητά του και μάλιστα τόσο προκλητικό. Που θέτει ζητήματα γένους του αφηγητή σε σχέση με τη φωνή του συγγραφέα.

Στις απαρχές του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος οι άντρες γράφουν σε πρώτο γυναικείο πρόσωπο για να αποδείξουν την δεξιοτεχνία τους αλλά και την εμπάθειά τους για την γυναίκα, ενώ την ίδια εποχή οι γυναίκες γράφουν με ανδρικό ψευδώνυμο για να κατοχυρωθούν επαγγελματικά στον χώρο. 

Όμως το 1922 ο Τζόις, τον Οδυσσέα, πειραματίζετει  με την χρήση του γένους των αφηγητών με αποκορύφωμα τον μονόλογο της Μόλυ, για να μην αναφερθούμε στο διάλογο μεταξύ του Dr Dixon και του Bloom όπου ο πρώτος αναγγέλλει την εγκυμοσύνη του Bloom αποκαλώντας τον «a finished example of the new womanly man...». 

  Στο δικό μας πεζογραφικό κανόνα το Τρίτο Στεφάνι είναι η πρώτη ολοκληρωμένη γυναικεία αφήγηση σε μυθιστόρημα.

 Στο Τρίτο Στεφάνι  υπάρχει μια μοναδική εμπλοκή του ανθρώπου -συγγραφέα-δημόσιο πρόσωπο και του συγγραφέα του μυθιστορήματος. Αν  δεν γνωρίζαμε κανένα στοιχείο της προσωπικής ζωής του συγγραφέα, τότε τι θα απόμενε; Θα έπρεπε η κριτική να αντιμετωπίσει με θαυμασμό το πόσο δεξιοτεχνικά ο συγγραφέας πασχίζει να υποδυθεί την γυναίκα-ηρωίδα του και μάλιστα τα καταφέρνει με την παρατηρητικότητα και τη διαίσθηση ενός προικισμένου πεζογράφου όπως έγραψε τότε ο κριτικός Βάσος Βαρίκας (1). 

Στην πρώτη αυτή κριτική ή μάλλον σε μία από τις πρώτες κριτικές είναι εντυπωσιακό ότι ο Βαρίκας δεν  παρατηρεί τίποτε το ιδιόμορφο στη σύλληψη ή στην δομή του μυθιστορήματος. Οι αφηγήτριες θεωρούνται αυτονόητες ηρωίδες και η διήγηση είναι απλά «σε πρώτο πρόσωπο». 

Η κάπως ψύχραιμη αυτή προσέγγιση  υποχωρεί στη δεκαετία του ’70. Έχει προηγηθεί η στρατιωτική δικτατορία, στην μεταπολίτευση υιοθετούνται καινούργιες λογοτεχνικές θεωρίες, ενώ η δημόσια στάση του συγγραφέα με την ταυτόχρονη εμπορική επιτυχία του μυθιστορήματος  δημιουργούν ένα διαφορετικό πλαίσιο αποδοχής και ερμηνείας του βιβλίου. 

  Ορισμένοι κριτικοί έχοντας υπόψη τις προσωπικές περιπλανήσεις του συγγραφέα καταφεύγουν στην παγίδα ή στην ευκολία να τον ερμηνεύσουν με όρους κουτσομπολίστικους. Ο Σαχίνης (2) -κατέγραψε την πρωτοπρόσωπη αφήγηση στις αδεξιότητες του κειμένου. 


Στο σημείο αυτό παρεμβάλλω μια σύντομη ανάγνωση:

«Και πάνω σ’ αυτόν τον οίστρο ο Γιωργάκης μεθυσμένος έγραφε πως έφυγε το βαπόρι και τον παράτησε μαζί με τον Επαμεινώντα στη Γένοβα, μόνο και έρημο και οικονομικά κατεστραμμένο. Δεν κάνανε, λέει, τίποτα κακό, μονάχα που αργήσανε λιγάκι, γιατί σαν άνθρωποι κι αυτοί ήπιανε λίγο να ξεχάσουν τους καημούς τους και νυχτωθήκανε μέσα στους δρόμους της Γένοβας, και μέσα στα σκοτάδια ο Επαμεινώντας ρίχτηκε σε έναν καθολικό παπά και άρχισε να του φωνάζει: «Ψιστ! Ψίστ!» γιατί τον πήρε πως ήτανε γυναίκα, όμως ο κόσμος τον παρεξήγησε και τον πιάσανε και τον βάλαν μέσα τον Επαμεινώντα, όμως ο πρόξενος της Ελλάδας έλαχε να είναι συμπατριώτης του Γιωργάκη απ’ το κρατητήριο, και σε λίγες μέρες θα τους μπαρκάρει για την Πόλη για να γιορτάσουνε τους αρραβώνες, αν η Λωξάντρα τον δέχεται για γαμπρό. Και πριν κλείσει το γράμμα, ορκίζεται πως πιοτό στο στόμα του πια δεν πρόκειται να βάλει» (3).

Η Μαρία Ιορδανίδου, στην οποία ανήκει το παραπάνω απόσπασμα, έγραψε την  Λωξάντρα το 1963 ένα χρόνο μετά το Τρίτο στεφάνι. Φαντάζομαι πως ο Ταχτσής δεν αντάλλαξε χειρόγραφα με την 65χρονη τότε συγγραφέα,  αν και ο ίδιος θα λάτρευε την παραπάνω σκηνή. Κανείς δεν θα αποκαλέσει την Ιορδανίδου μισ «γυναικούλα της αυλής», είναι μια γιαγιά παραμυθατζού, μια «χυμώδης Λωξάντρα», όπως   λέει και η Λίζυ Τσιριμώκου (4) εντοπίζοντας μια υψηλής στάθμης αστική ηθογραφία.  

  Εκεί που έπρεπε να  επαινεθεί ο Ταχτσής,  ακριβώς εκεί επικρίθηκε. Στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσαν να εκληφθούν τις αφηγήτριές του ως ένα τύπο «αναξιόπιστου και αθυρόστομου αφηγητή» και όχι να περιμένουν να  υπηρετεί πιστά την εποχή  και την ιστορία  σε μια γραμμική αφήγηση.   

Όμως ο αντροκεντρικός χαρακτήρας των συγγραφέων της γενιάς του’30 δεν είχε βρει ακόμη γυναικείο αντίπαλο. Και πολλές γυναίκες θα ύψωναν αργότερα τη δική τους φωνή, βλ. Μάρω Δούκα.

Ο Ταχτσής άνοιγε μέτωπο απ’ τη μεριά των γυναικών.    Ακροβατούσε επικίνδυνα ανάμεσα στα δύο φύλα θέτοντας ζητήματα ταυτότητας και ορίων. Να γιατί το Τρίτο στεφάνι στην περίοδο της χούντας χαρακτηρίστηκε έργο ενός «κίναιδου», στην μεταπολίτευση «γυναικίστικο», ενώ τα τελευταία χρόνια με την διεύρυνση των θεωρητικών σπουδών στο λογοτεχνικό πεδίο-βλέπε φεμινισμός, gay and lesbian studies, gender narrative αλλά και της γενικότερης trans-culture- φαντάζει διαφορετικό.  

 Ο Δημήτρης Τζιόβας στο βιβλίο του Το Παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης συμφωνεί με τον Peter Mackridge (5)  ότι πράγματι ο συγγραφέας Ταχτσής μας παρουσιάζει μέσα από τα κείμενά του «έναν Πρωτεϊκό εαυτό υιοθετώντας τη στάση και το λόγο προσώπων που ανήκουν  στο άλλο φύλο ή έχουν διαφορετικές σεξουαλικές προτιμήσεις. Υποδυόμενος το ρόλο ενός αφηγηματικού τραβεστί στη θέση μιας συμβατικής αυτοβιογραφικής προοπτικής, ο Ταχτσής φιλτράρει  τις ιστορίες του μέσα από γυναικεία αφηγηματικά πρόσωπα». Δεν είναι τυχαίο ότι το κείμενο του Mackridge δημοσιεύτηκε στην European Gay Review, ενώ απόσπασμα της αγγλικής μετάφρασης συμπεριλήφθηκε στην παγκόσμια ανθολογία gay λογοτεχνίας του Penguin το 1995, η γνωστή σκηνή στην ταράτσα. Είναι η εποχή όπου το gay δεν έχει ακόμη προσπεραστεί από το queer.

Πολλές οι διακειμενικές αναφορές του κειμένου, η μεταμοντέρνα δομή του, η αυτοαναφορικότητα, οι παλινδρομήσεις και αλληλοδιεισδύσεις της αφήγησης, το ιστορικό πλαίσιο κάθε εποχής πόσο απλά πλαισιώνει την αφήγηση χωρίς να επιβάλλεται.

Το κωμικό στοιχείο-σαρκαστικό και διονυσιακό μαζί-είναι έκδηλο παντού αγγίζοντας τα όρια του αριστοφανικού λόγου.

Τι είναι λοιπόν το Τρίτο στεφάνι; Ποιος μιλάει; Ποιος υποδύεται ποια; Τίνος φωνή είναι αυτή; Τι είναι εκείνο που  υποδηλώνει την θηλυκότητα της αφήγησης; Και τι είναι εκείνο που  εξοργίζει και σκανδαλίζει ακόμη; 

Κάπου εδώ νομίζω ότι πρέπει να ξεχωρίσουμε την τρισυπόστατη συγγραφική προσωπικότητα του Κώστα Ταχτσή. Όπως κάθε  δημιουργός υιοθετεί για όλο του το έργο έναν ορισμένο τύπο συγγραφέα ή διαφορετικούς τύπους ανάλογα με κάθε έργο, έτσι και στην πολυσχιδή προσωπικότητα του Ταχτσή ξεπήδησαν τρεις περσόνες. 

Έχουμε τον ομοφυλόφιλο και αμφισεξουαλικό διηγηματογράφο που ανατρέχει  στα χρόνια της παιδικής και εφηβικής ανάπλασης αναζητώντας τους λόγους που θα τον οδηγήσουν στην ερωτική του «ανορθοδοξία», έχουμε τον παρενδυτικό άνθρωπο Ταχτσή, όπως παρουσιάζεται μέσα από τις προσωπικές εξομολογήσεις του στο Φοβερό Βήμα, σε επιστολές και υπαινικτικές φράσεις στο σύνολο του έργου του, και τέλος τον έμπειρο μυθιστοριογράφο που έγραψε το Τρίτο στεφάνι.  

Τον άνθρωπο που ντύθηκε με άσπρη μπλούζα γιατρού για να μπορέσει να δει στην εντατική τον Σεφέρη, τον  ταξιδιώτη που  τριγύριζε στο Λονδίνο στη γειτονιά της παρέας του Μπλούμζμπερυ (κοιτάξτε την καθόλου τυχαία του αναφορά στον Φόρστερ, στον Στράτσυ και στην Βιρτζίνια Γουλφ), (6) τον δοκιμιογράφο που με «Το προσωπείο του δοκιμιογράφου» στο ομώνυμο κείμενο κάνει αναφορά στον Ζενέ ότι παίζει με τους ανθρώπους σαν να είναι τραπουλόχαρτα:  «Αυτός κι άλλοι, Γάλλοι και μη, έχοντας μάθει όλα τα παλιά ταχυδακτυλουργικά κόλπα, σου δείχνουν μια ντάμα που ενώ τη βλέπεις και την αγγίζεις και την περνάς γι’ αληθινή, δεν είναι. Κι όταν σταματήσεις το παιγνίδι και σβήσει η μαγεία και ξυπνήσεις, λες: ας το καλό! Τόση ώρα μ’ είχε υπνωτίσει αυτός ο παλιάνθρωπος ο συγγραφέας, μιλούσε ο ίδιος κι εγώ τον πέρασα για γυναίκα ενώ δεν είναι παρά ένα τραπουλόχαρτο...Περιττό να πω ότι σ’ αυτό το είδος του μυθιστορήματος-ή του θεάτρου, ιδίως του θεάτρου-αυτό που προέχει και που επίσης απαιτεί διαμορφωμένη εθνική ή προσωπική γλώσσα, είναι ο τόνος».

Αυτός είναι ο άνθρωπος που έγραψε το Τρίτο στεφάνι. Βαθιά μορφωμένος, ευρωπαϊστής, γνώστης του μυθιστορήματος, επέβαλε την πιο αναγνωρίσιμη λογοτεχνική φωνή.

  Τίνος λοιπόν φωνή είναι αυτή και πού κρύβεται ο συγγραφέας. Είναι το τρισυπόσαστο που αναφέραμε, είναι ο Τζέκιλ και ο Χάιντ ή ο ανδρόγυς καθώς έλεγε και η Βιρτζίνια Γουλφ που κουβαλάει κάθε άνθρωπος και δη καλλιτέχνης; 

Είναι ο διανοούμενος που χρησιμοποιεί την γυναικεία αμφίεση σε συνδυασμό με το διονυσιακό και ανατρεπτικό καρναβαλικό στοιχείο; 

Το  Τρίτο στεφάνι δημιούργησε μια αληθινή κρίση σαν κι εκείνες που ξεσπάνε όταν διακυβεύονται ζητήματα ερωτικής απόκλισης, επαναπροσδιορισμού   ρόλων και ταυτοτήτων.   Το Τρίτο στεφάνι είναι η αγωνία και η κρίση της νεοελληνικής ταυτότητας. Είναι queer, bizzare, camp και ταυτόχροναγραμμένο σε μια υπέροχη ακατάστατη γλώσσα που κουβαλάει όλες τις εκφορές της ελληνικής γλώσσας.

Η φωνή του συγγραφέα γίνεται φωνή της μεταπολεμικής Ελλάδας. Η απελπισία, ο σαρκασμός και η ζωντάνια της Νίνας και της Εκάβης στοιχειώνουν ως  συμβολικές φιγούρες του νεότερου ελληνισμού. O  χειμαρρώδης  λόγος τους με το πέρασμα των χρόνων γίνεται νεοελληνικό ιδίωμα και θα βρει αντηχεία στην νεότερη ελληνική επιθεώρηση και στην τηλεόραση. Όμως το Τρίτο στεφάνι διαβάζεται από μέσα, δεν φωνάζεται προς τα έξω, αλλιώς το ταχτσικό  εκφώνημα μετατρέπεται σε ξεφώνημα. Οι γυναίκες που ουρλιάζουν στις τηλεοπτικές σειρές είναι οι κακόφωνες  τραβεστί εκδοχές της  Νίνας και της Εκάβης.  

 Ο  Κώστας Ταχτσής, αφού τροφοδότησε το σύστημα που τον εξόργιζε με νεοελληνικούς  χαρακτήρες  φρόντισε να δολοφονήσει  τον συγγραφέα ώστε να  παραμένει προκλητική   και θανάσιμη κάθε  ταύτιση μαζί του.

Ό, τι απομένει πια από το Τρίτο στεφάνι είναι η αδυναμία μας να βάλουμε ένα τέταρτο στο κεφάλι μας, γιατί μας το απαγορεύουν οι θεσμοί και οι κανόνες του ίδιου του μυθιστορήματος. 

 

Θεόδωρος Γρηγοριάδης

Διαβάστηκε στο:

Συμπόσιο της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης με θέμα:

«Ο Άλλος στην ελληνική λογοτεχνία του 20ου αιώνα» 

Σάββατο 2-12-2000, Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων



Σημειώσεις:


1 Συγγραφείς και κείμενα Α΄ 1961-1965, Ερμής 1975

2 Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι, εκδ. Κωνσταντινίδη, θεσσαλονίκη 1979

3 Μαρίας Ιορδανίδου Λωξάντρα, Εστία, σελ. 142


4 Λίζυ Τσιριμώκου, Μυθολόγηση της Ιθαγένειας στα δοκίμια Εσωτερική Ταχύτητα, Άγρα 2000

5 Peter Mackridge, «The Protean Self of Costas Taktsis», The European Gay Review, τομ.6-7, 1991

6 Μια μικρή χριστουγεννιάτικη ιστορία, Η γιαγιά μου η Αθήνα, Ερμής 1990
































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διώνη Δημητριάδη 10 Κριτικές Αναγνώσεις από τη σύγχρονη Πεζογραφία

                 fractal 10/12/24 Γράφει η  Διώνη Δημητριάδου  //         Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Ελσίνκι, εκδόσεις Πατάκη, 2024 Την ιστορία τ...